Τι σημαίνει το private στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης private στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του private στο Αγγλικά.

Η λέξη private στο Αγγλικά σημαίνει ιδιωτικός, ιδιωτικός, προσωπικός, μυστικός, κρυφός, εμπιστευτικός, απόρρητος, απομονωμένος, απλός στρατιώτης, ιδιωτικά, προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, ιδιωτικής ετικέτας, ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ, ιδιωτική επιχείρηση, ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ, ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών, ιδιωτική ετικέτα, ιδιαίτερα μαθήματα, γεννητικά όργανα, που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του, ιδιωτικό γραφείο, ιδιωτεύω, ιδιωτικό σχολείο, ιδιωτικός τομέας, καθηγητής, καθηγήτρια, ημιδημόσιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης private

ιδιωτικός

adjective (not public) (μη δημόσιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They flew to America on a private jet.
Πέταξαν για την Αμερική με ιδιωτικό τζετ.

ιδιωτικός, προσωπικός

adjective (personal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't ask him any questions about his private life.
Μην του κάνεις ερωτήσεις για την ιδιωτική του ζωή.

μυστικός, κρυφός

adjective (secret)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please keep this private, but I am dating somebody new.

εμπιστευτικός, απόρρητος

adjective (confidential) (δεν πρέπει να μαθευτεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They stepped away from the others for a moment of private conversation.

απομονωμένος

adjective (secluded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Just below the cliff was a very private stretch of beach.

απλός στρατιώτης

noun (military rank)

He was just a private - the lowliest rank in the army.

ιδιωτικά

adverb (not publicly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He asked to speak to me in private.

προϊόν ιδιωτικής ετικέτας

noun (UK (private label: for a specific retailer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιωτικής ετικέτας

noun as adjective (UK (private label: of a specific retailer)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ

noun (privately-hired investigator)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She hired a private detective to see if her husband was cheating.

ιδιωτική επιχείρηση

noun (economic doctrine)

ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ

noun (informal (privately-hired detective)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Thompson hired a private eye to find out if his wife was having an affair.

ιδιωτικό συγκρότημα κατοικιών

noun (privately owned group of homes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιδιωτική ετικέτα

noun (store's own brand)

ιδιαίτερα μαθήματα

plural noun (paid individual tuition)

I have private lessons with Miss Pickett.

γεννητικά όργανα

plural noun (genitalia)

που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του

noun ([sb] who values their privacy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred doesn't share many details of his life with his co-workers; he is a private person.

ιδιωτικό γραφείο

noun (profession: independent)

My doctor no longer works at that big clinic; he has gone into private practice.

ιδιωτεύω

noun (freelance work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you become a Certified Public Accountant, you can do private practice.

ιδιωτικό σχολείο

noun (privately-run school)

Did you attend public or private school?

ιδιωτικός τομέας

(economics)

καθηγητής, καθηγήτρια

noun (teacher for one person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The family hired a private tutor for their son.

ημιδημόσιος

adjective (partly private)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του private στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του private

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.