Τι σημαίνει το effacé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης effacé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του effacé στο Γαλλικά.
Η λέξη effacé στο Γαλλικά σημαίνει σβήνω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, σβήνω, διαγράφω, διαγράφω, διαγράφω, σβήνω, καταστρέφω, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, καλύπτω, αφανίζω, εξαλείφω, απαλείφω, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, καθαρίζω, -, χαρίζω, απομακρύνω κτ τρίβοντάς το, διαγράφω, σβήνω κπ/κτ με σπρέι, σκουπίζω, καλύπτω, αφαιρώ, μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω, σβήνω, διαγράφω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, βγάζω, αφαιρώ, διαγράφω, σβήνω, συνεσταλμένος, ξεθωριασμένος, γόμα, γόμα, γομολάστιχα, διακριτικός, ντροπαλός, που έχει αντικατασταθεί, διακριτικός, αφανής, εξασθενώ, ξεθωριάζω, σβήνω, κάνω στην άκρη, παραμερίζω, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, που εξαφανίζεται σταδιακά, που χάνεται σταδιακά, παίρνω δεύτερη θέση, σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω κτ από κτ, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, ξεθωριάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης effacé
σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur effaça la liste de vocabulaire une fois copiée par tous les élèves. |
σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous écrivez au crayon à papier, il vous sera plus facile d'effacer (or: de gommer) vos erreurs. Άμα γράφεις με μολύβι είναι πιο εύκολο να σβήνεις τα λάθη σου. |
διαγράφω, σβήνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ministère effaça l'incident de ses tablettes. Sally ne parvenait à effacer de sa mémoire les paroles cruelles de Neil. Η δημόσια υπηρεσία διέγραψε το συμβάν από τα μητρώα. Η Σάλυ δεν μπορούσε να σβήσει την ανάμνηση των σκληρών λόγων του Νηλ. |
σβήνω, διαγράφωverbe transitif (Informatique : du texte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison a lu ce qu'elle venait d'écrire, ça ne lui a pas plu et elle a tout effacé. Η Άλισον έριξε μια ματιά σ' αυτό που μόλις είχε γράψει, αποφάσισε πως δεν της άρεσε και το έσβησε. |
διαγράφωverbe transitif (Informatique : un document) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Par accident, Harry a effacé le fichier sur lequel il avait travaillé toute la journée et a dû tout recommencer. Ο Χάρυ διέγραψε κατά λάθος το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευε όλη μέρα και έπρεπε να ξεκινήσει απ' την αρχή. |
διαγράφω, σβήνωverbe transitif (Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut vraiment que je supprime certains vieux e-mails. Πρέπει πραγματικά να διαγράψω (or: σβήσω) κάποια απ' τα παλιά μου email. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les avions ont effacé la ville de la carte. |
διαγράφω, σβήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω, σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cour a accepté d'effacer l'incident du dossier de William. |
καλύπτωverbe transitif (κείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant de faire des photocopies pour la classe, j'ai effacé le nom de l'étudiant sur le test. |
αφανίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαλείφω, απαλείφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignant a effacé le tableau. Ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα. |
-verbe transitif (faire disparaître) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils ont effacé l'ancien numéro. Έξυσαν τον παλιό αριθμό μέχρι να σβηστεί. |
χαρίζωverbe transitif (une dette) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prêteur effacera la dette. |
απομακρύνω κτ τρίβοντάς τοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vendeur effacé (or: raturé) le prix et en écrivit un plus bas. |
σβήνω κπ/κτ με σπρέιverbe transitif (avec une bombe de peinture) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκουπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. |
καλύπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώverbe transitif (d'une image) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a essayé d'effacer le souvenir de son meurtre. Εκείνη προσπάθησε να αποφύγει την ανάμνηση της δολοφονίας του. |
σβήνω, διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne les aime plus, barre-les (or: raye-les, or: efface-les, or: retire-les) de la liste des invités. |
εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω(ιδέα, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses résultats à l'examen ont mis fin à ses projets de carrière juridique. |
βγάζω, αφαιρώ(en frottant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a pris le tampon pour tableau et a effacé ce qu'elle avait écrit. |
διαγράφω, σβήνωverbe transitif (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Enlève cette phrase de ton article. |
συνεσταλμένοςadjectif (personnalité) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ξεθωριασμένοςadjectif (souvenir) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le vieil homme du parc aimait s'asseoir au soleil et tenter de se remémorer de vieux souvenirs effacés. Ο ηλικιωμένος στο πάρκο αρεσκόταν να κάθεται στον ήλιο και να προσπαθεί να ανακαλέσει ξεθωριασμένες αναμνήσεις. |
γόμα(για μολύβι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gomme sur mon crayon est complètement usée. Η γόμα του μολυβιού μου έχει φθαρεί τελείως. |
γόμα, γομολάστιχα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Betty a utilisé une gomme pour effacer son erreur. |
διακριτικός(αυτός που δεν είναι εμφανής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντροπαλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le jeune garçon timide (or: effacé) avait peur de parler aux filles. |
που έχει αντικατασταθείadjectif (Informatique : fichier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακριτικός, αφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξασθενώverbe pronominal (souvenirs) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les souvenirs de Tom s'étaient peu à peu effacés et il ne parvenait plus à se rappeler à quoi ressemblait son premier chien. Η αναμνήσεις του Τομ εξασθένησαν με τον καιρό και τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί, πως ήταν εμφανισιακά ο πρώτος του σκύλος. |
ξεθωριάζω, σβήνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) D'ici, on dirait que les montagnes disparaissent à l'horizon. Από εδώ τα βουνά φαίνονται να ξεθωριάζουν στην απόσταση. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ντίσκο, τόσο περισσότερο έσβηνε η μουσική. |
κάνω στην άκρη, παραμερίζωverbe pronominal (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνίαverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που εξαφανίζεται σταδιακά, που χάνεται σταδιακάverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On distinguait difficilement son visage dans la lumière qui s'estompait. Μπορείς ακόμη να δεις τη μελανιά στο μπράτσο μου, παρόλο που εξαφανίζεται σταδιακά. |
παίρνω δεύτερη θέση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζωverbe pronominal (souvenirs) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes souvenirs du lycée, après cinquante ans, s'estompent. |
σβήνω(με διορθωτικό υγρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφωverbe transitif (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω κτ από κτ
L'enseignante a effacé la liste de vocabulaire du tableau. Le stagiaire a effacé plusieurs archives de la base de données. Ο δάσκαλος έσβησε τη λίστα με το λεξιλόγιο από τον πίνακα. |
διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ(figuré : oublier) (μεταφορικά) Alison a essayé d'effacer l'horrible événement de sa mémoire. Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της. |
ξεθωριάζωverbe pronominal (mémoire) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le souvenir du visage de sa femme disparue s'était estompé au fil des ans. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του effacé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του effacé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.