Τι σημαίνει το éducation στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης éducation στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του éducation στο Γαλλικά.

Η λέξη éducation στο Γαλλικά σημαίνει εκπαίδευση, ανατροφή, ανατροφή, ανατροφή, εκπαίδευση, ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, εξημέρωση, παρελθόν, ανύψωση, φυσική αγωγή, για άτομα με ειδικές ικανότητες, εκπαιδεύω, που έχει λάβει επίσημη εκπαίδευση, ανατροφή, εκπαιδευτική ψυχαγωγία, ψυχαγωγική εκπαίδευση, οικιακή οικονομία, φυσική αγωγή, γυμναστική, μάθημα θρησκευτικών, κολλέγιο, επιστημονική εκαπίδευση, ανατροφή των παιδιών, τυπική εκπαίδευση, εκπαίδευση σε υποβαθμισμένες περιοχές, διαπολιτισμική εκπαίδευση, θρησκευτικό υπόβαθρο, ειδική αγωγή, γυμναστής, γυμνάστρια, ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιο, τριτοβάθμια εκπαίδευση, θρησκευτικά, εκπαίδευση για την υγεία, εκπαίδευση σκύλων, το να είσαι γονέας τίγρης, γυμναστική, μεγαλώνω από κοινού κπ, αδαής, αστοιχείωτος, άξεστος, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, κολέγιο, εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση, μεγαλώνω από κοινού το παιδί, απρέπεια, αγωγή του πολίτη, αγωγή του πολίτη, οικιακή οικονομία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης éducation

εκπαίδευση

(επίσημη εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle éducation avez-vous reçue ? Une licence universitaire ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το Υπουργείο Παιδείας ενέκρινε τα νέα βιβλία για την πρώτη δημοτικού.

ανατροφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son éducation l'a rendue très méfiante à l'égard des étrangers.
Η ανατροφή της την έκανε να είναι ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι στους αγνώστους.

ανατροφή

nom féminin (enfant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανατροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'éducation de Samantha est de loin supérieure à celle de ses camarades de classe.
Η ανατροφή της Σαμάνθας είναι κατά πολύ ανώτερη από αυτή των συμμαθητών της.

εκπαίδευση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανατροφή, διαπαιδαγώγηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nature et l'éducation doivent collaborer pour créer de bonnes personnes.
Η φύση και η διαπαιδαγώγηση πρέπει να συνεργαστούν για τη δημιουργία σπουδαίων ανθρώπων.

εκπαίδευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a fini ses études à l'âge de quatorze ans.
Τέλειωσε την εκπαίδευσή της στην ηλικία των 14 ετών.

εξημέρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρελθόν

(environnement familial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle vient d'un milieu très pauvre.
Προέρχεται από πολύ φτωχή οικογένεια.

ανύψωση

(prix, salaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική αγωγή

L'EPS est tout aussi important que les autres matières scolaires.

για άτομα με ειδικές ικανότητες

(enseignant, éducateur,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jo est un enseignant spécialisé.
Ο Τζο είναι δάσκαλος για άτομα με ειδικές ικανότητες.

εκπαιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a été éduquée en France.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κράτος μορφώνει όλα τα παιδιά ως και την ηλικία των 16.

που έχει λάβει επίσημη εκπαίδευση

locution adjectivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανατροφή

nom féminin (παιδιών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'agenda plein du PDG lui laisse très peu de temps pour l'éducation de ses enfants.

εκπαιδευτική ψυχαγωγία, ψυχαγωγική εκπαίδευση

οικιακή οικονομία

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'éducation ménagère (or: l'économie domestique) n'incombait qu'aux jeunes femmes quand j'étais enfant ; mais c'était les garçons qui en avaient le plus besoin.

φυσική αγωγή, γυμναστική

(France)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les élèves ont des cours d'éducation physique et sportive en plus des cours de mathématiques, de français, de langues, de sciences et d'histoire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.

μάθημα θρησκευτικών

(σχολείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλέγιο

(France, depuis 2013)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αν θες να γίνεις δάσκαλος, θα πρέπει να πας σε παιδαγωγική ακαδημία. Μια παιδαγωγική ακαδημία μπορεί να σε προετοιμάσει για να δουλέψεις σαν δάσκαλος.

επιστημονική εκαπίδευση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a reçu une éducation scientifique poussée.

ανατροφή των παιδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'éducation des enfants ne finit pas quand ils deviennent adultes, elle prend simplement une autre forme.

τυπική εκπαίδευση

nom féminin (εντός σχολικού συστήματος)

εκπαίδευση σε υποβαθμισμένες περιοχές

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαπολιτισμική εκπαίδευση

nom féminin

θρησκευτικό υπόβαθρο

nom féminin

ειδική αγωγή

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γυμναστής, γυμνάστρια

(Scolaire, France)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ανεπίσημη συζήτηση/διάλεξη συνήθως σε πανεπιστήμιο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τριτοβάθμια εκπαίδευση

nom féminin

θρησκευτικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εκπαίδευση για την υγεία

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαίδευση σκύλων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το να είσαι γονέας τίγρης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυμναστική

nom féminin (Scolaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγαλώνω από κοινού κπ

(couple séparé)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδαής, αστοιχείωτος, άξεστος

(λόγος, ενέργεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mieux vaut se taire que de faire des remarques incultes.

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je suis allé dans une école professionnelle pour passer mon bac.

εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση

nom masculin et féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγαλώνω από κοινού το παιδί

(couple séparé)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απρέπεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωγή του πολίτη

nom féminin (Scolaire)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'examen final d'éducation civique a lieu vendredi.

αγωγή του πολίτη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Brad a bien réussi en éducation civique, mais a peiné en classe de sociologie.

οικιακή οικονομία

nom féminin (μάθημα)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του éducation στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του éducation

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.