Τι σημαίνει το law στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης law στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του law στο Αγγλικά.

Η λέξη law στο Αγγλικά σημαίνει νόμος, νόμοι, νόμος, νόμος, δίκαιο, νομική, δικηγορία, δίκαιο, αρχές, δικαιοσύνη, νόμος, νόμος, Νόμος, υπεράνω του νόμου, σύμφωνα με το νόμο, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, ενάντια στον νόμο, παράνομα, νόμος του Αρχιμήδη, άρθρο του νόμου, δικηγόρος, παρανομώ, κουνιάδος, γαμπρός, εμπορικό δίκαιο, σύμφωνα με τον νόμο, κανονισμός, κανονισμός, εκκλησιαστικός κανόνας, νοµολογία, αστικό δίκαιο, εμπορικό δίκαιο, κοινό δίκαιο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ντε φάκτο σύζυγος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συγκριτικό δίκαιο, αρχή διατήρησης της ενέργειας, συνταγματικό δίκαιο, εταιρικό δίκαιο, δικηγόρος, δικαστήριο, δίκη, ξάδερφος εξ αγχιστείας, ξαδέρφη εξ αγχιστείας, ποινικό δίκαιο, νύφη, νόμος φθινουσών αποδόσεων, εργατικό δίκαιο, πεθερός, νόμιμα, ενώπιον του νόμου, παράνομα, αθέμιτα, άνομος, παράνομος, εξ αγχιστείας, πεθερικά, ισλαμικός νόμος, εργατικό δίκαιο, δημόσια τάξη, επιβολή του νόμου, του τομέα επιβολής του νόμου, αστυνομική αρχή, δικηγορικό γραφείο, νόμος των πιθανοτήτων, εβραικός νόμος, νόμος της ζούγκλας, νόμος της θερμοδυναμικής, δικηγορικό γραφείο, Νομική, δικηγορικός σύλλογος, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, νομοταγής, βάζω τους κανόνες, το γράμμα του νόμου, τοπικός κανονισμός/νομοθεσία, το μακρύ χέρι του νόμου, ναυτικό δίκαιο, στρατιωτικός νόμος, Μάστερ στις νομικές επιστήμες, νομικό ζήτημα, νομοθεσία ελάχιστων αποδοχών, πεθερά, ανιψιός εξ αγχιστείας, ανεψιός εξ αγχιστείας, νόμιμος, πεθερικά, περνάω νόμο, ψηφίζω νόμο, ποινική νομοθεσία, ασκώ τη δικηγορία, νομικό ζήτημα, κανόνες δικαίου, κουνιάδα, νύφη, γαμπρός, πολιτειακός νόμος, τυπικός νόμος, παίρνω το νόμο στα χέρια μου, σύμφωνα με το νόμο, παραβαίνω το νόμο, παράβαση του νόμου, νομίμως, σύννομα, νόμιμα, νόμιμος, σύννομος, χωροταξική νομοθεσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης law

νόμος

noun (government laws)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It is against the law to steal.
Είναι ενάντια στον νόμο (or: στη νομοθεσία) να κλέβεις.

νόμοι

noun (rules)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You should always follow the law.
Πρέπει πάντα να τηρείς τους νόμους.

νόμος

noun (scientific truth) (επιστημονική αλήθεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The law of gravity has been proven.
Ο νόμος της βαρύτητας έχει αποδειχτεί.

νόμος

noun (rule, regulation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The law is that you cannot go through a red traffic light.
Ο νόμος λέει ότι δεν μπορείς να περάσεις με κόκκινο.

δίκαιο

noun (subset of law) (νομική: τομέας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His speciality is contract law.
Ειδικεύεται στο δίκαιο των συμβάσεων.

νομική

noun (legal studies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He studied law and became a lawyer.
Σπούδασε νομική (or: νομικά) και έγινε δικηγόρος.

δικηγορία

noun (legal profession) (νομικό επάγγελμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She practices law and has many clients.
Ασκεί τη δικηγορία και έχει πολλούς πελάτες.

δίκαιο

noun (written rules) (το σύνολο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is against both Statute and Common Law.
Αυτό είναι ενάντια τόσο στο Καταστατικό όσο και στο Εθιμικό Δίκαιο.

αρχές

noun (informal, figurative (police) (αστυνομία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The fugitive avoided the law for sixty days before he was caught.
Ο φυγάς κατάφερε να αποφύγει τις αρχές για εξήντα μέρες, πριν γίνει η σύλληψή του.

δικαιοσύνη

noun (litigation) (δικαστική διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I will go to law over this matter.
Θα ακολουθήσω τη νομική οδό για το συγκεκριμένο ζήτημα.

νόμος

noun (voluntary regulation) (άγραφος κανονισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The press has its own set of unwritten laws.
Ο τύπος ακολουθεί τους δικούς του άγραφους νόμους.

νόμος

noun (God's law) (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
God's laws are different from government's laws.
Ο νόμος του Θεού διαφέρει από τον νόμο της κυβέρνησης.

Νόμος

noun (first five books of the Bible) (Βίβλος: 5 πρώτα βιβλία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Law is also called the Torah and the Pentateuch.
Ο Νόμος (or: Η Πεντάτευχος) ονομάζεται και Τορά.

υπεράνω του νόμου

adjective (not legally accountable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many politicians think that they are above the law, and should not be punished for any wrongdoing.

σύμφωνα με το νόμο

expression (in agreement with law)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
According to law, the website owner must check all materials published on it.

ενάντιος στον νόμο, παράνομος

adjective (illegal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Smoking marijuana is against the law.

ενάντια στον νόμο, παράνομα

adverb (illegally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was driving against the law as he had just guzzled down seven pints of beer.

νόμος του Αρχιμήδη

noun (physics: force of a lever)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άρθρο του νόμου

noun (legal clause) (νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικηγόρος

noun (US (defence or prosecution lawyer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Most lawyers use the more formal title "Attorney at law" on their business cards.

παρανομώ

verbal expression (do [sth] illegal, commit a crime)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every time you buy a pirated DVD, you are breaking the law.

κουνιάδος

noun (spouse's male sibling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My wife and my brother-in-law have both inherited their mother's blue eyes.
Η σύζυγός μου και ο κουνιάδος μου έχουν και οι δυο κληρονομήσει τα μπλε μάτια της μητέρας τους.

γαμπρός

noun (sibling's husband)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My brother-in-law married my sister five years ago.
Ο γαμπρός μου παντρεύτηκε την αδελφή μου πριν από πέντε χρόνια.

εμπορικό δίκαιο

noun (set of laws governing business)

σύμφωνα με τον νόμο

adverb (legally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
By law, in England, the minimum age for buying alcoholic beverages is eighteen.

κανονισμός

noun (organizational rule)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Self-nomination for the board is against the organization's bylaws.

κανονισμός

noun (UK (local authority law)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Local bylaws require pavements to be shovelled after large snows.

εκκλησιαστικός κανόνας

noun (regulations of Christian church)

νοµολογία

noun (law of precedent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστικό δίκαιο

noun (laws about private matters, rights)

εμπορικό δίκαιο

noun (laws governing business practices)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The law firm I work for specializes in business and commercial law.

κοινό δίκαιο

noun (legal system: custom)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun as adjective (marriage: informal)

ντε φάκτο σύζυγος

noun (man in informal marriage)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (partnership: not formalized)

When a common-law marriage exists, the spouses receive the same legal treatment given to legally married couples.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (woman in informal marriage)

John had more than one common-law wife, though he was never married.

συγκριτικό δίκαιο

noun (study of different legal systems) (νομικές επιστήμες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχή διατήρησης της ενέργειας

noun (physics: energy remains constant) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
According to the law of the conservation of energy, energy cannot be destroyed, only transmuted.
Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, η ενέργεια δεν εξαφανίζεται˙ απλώς, μετατρέπεται σε κάποια άλλη μορφή.

συνταγματικό δίκαιο

noun (law related to constitution)

In Ed's opinion, the government is breaking constitutional law by spying on Americans.

εταιρικό δίκαιο

noun (business or company law)

δικηγόρος

noun (US (lawyer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

δικαστήριο

noun (place: tribunal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That argument would not be acceptable in a court of law.

δίκη

noun (proceedings: trial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξάδερφος εξ αγχιστείας, ξαδέρφη εξ αγχιστείας

noun (cousin's spouse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd like you to meet my new cousin-in law, Estelle.

ποινικό δίκαιο

noun (branch of law) (δίκαιο σχετικό με εγκλήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Delia works for a law firm that specializes in criminal law.

νύφη

noun (son or daughter's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My daughter-in-law's casual attitude infuriates me.

νόμος φθινουσών αποδόσεων

plural noun (figurative (fewer benefits for more effort)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εργατικό δίκαιο

noun (rules governing working practices)

πεθερός

noun (spouse's father)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My father-in-law treats me like his own daughter.

νόμιμα

adverb (legally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ενώπιον του νόμου

expression (legally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the eyes of the law, a person is innocent until proven guilty.

παράνομα, αθέμιτα

adverb (against the law)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άνομος, παράνομος

adjective (illegal, unlawful)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξ αγχιστείας

suffix (relative by marriage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For example: son-in-law

πεθερικά

plural noun (spouse's family)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My in-laws always come to visit us during the holiday season.

ισλαμικός νόμος

noun (Muslim code of conduct)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Islamic law prohibits the consumption of pork and all intoxicants, such as alcohol.

εργατικό δίκαιο

noun (law: to protect workers)

δημόσια τάξη

noun (social discipline)

The government sent troops to restore law and order to areas where violence had broken out.

επιβολή του νόμου

noun (police, anti-crime)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My father worked for years in law enforcement.
Ο πατέρας μου δούλεψε πολλά χρόνια στον τομέα επιβολής του νόμου.

του τομέα επιβολής του νόμου

noun as adjective (of police, anti-crime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She works as a law-enforcement officer.
Εργάζεται ως όργανο της τάξης.

αστυνομική αρχή

noun (police, etc.)

δικηγορικό γραφείο

noun (company of lawyers)

When she's finished law school she's hoping to find a job in a well-known law firm.
Όταν τελειώσει τη νομική, ελπίζει να βρει δουλειά σε γνωστό δικηγορικό γραφείο.

νόμος των πιθανοτήτων

noun (probability)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We can predict many natural phenomena according to the law of averages.

εβραικός νόμος

noun (ancient Hebrew law)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All good Jews follow the law of Moses.

νόμος της ζούγκλας

noun (survival of the strongest)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
By the law of the jungle, the lion is king.

νόμος της θερμοδυναμικής

noun (physics: law relating heat and mechanical energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the laws of thermodynamics maintains that it is impossible to cool something to the temperature of absolute zero.

δικηγορικό γραφείο

noun (lawyer or lawyers' premises)

Νομική

noun (university where law degrees are taught) (εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He graduated from law school with full honours.

δικηγορικός σύλλογος

noun (association of lawyers)

φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής

noun ([sb] who studies legal system)

νομοταγής

adjective (obeying the law)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was a law-abiding citizen who never did anything wrong.

βάζω τους κανόνες

verbal expression (enforce rules)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mom laid down the law; if I choose to smoke I can't live at home.

το γράμμα του νόμου

noun (strict interpretation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They followed the letter of the law to avoid any problems.

τοπικός κανονισμός/νομοθεσία

noun (legal restrictions that apply to an area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The local law prohibited smoking in all public areas.

το μακρύ χέρι του νόμου

noun (figurative (police powers) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you break the law, the police will catch you - you can't outrun the long arm of the law.

ναυτικό δίκαιο

noun (laws governing shipping)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After graduating, he decided to specialise in maritime law.

στρατιωτικός νόμος

noun (uncountable (temporary military rule)

Μάστερ στις νομικές επιστήμες

noun (postgraduate legal degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Michael has a Master of Law from McGill University.

νομικό ζήτημα

noun (legal issue)

The interpretation of a written contract is a matter of law to be determined by the court.

νομοθεσία ελάχιστων αποδοχών

noun (law governing minimum earnings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many conservatives find any minimum-wage law reprehensible.

πεθερά

noun (spouse's mother)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stephen always got on very well with his mother-in-law.

ανιψιός εξ αγχιστείας, ανεψιός εξ αγχιστείας

noun (niece's husband)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My nephew-in-law is coming over to watch the game.

νόμιμος

expression (legal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The protesters felt that they were on the right side of the law.

πεθερικά

plural noun (spouse's mother and father)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We lived with my parents-in-law for nearly five years before we could afford our own home.
Ζήσαμε με τα πεθερικά μου για σχεδόν πέντε χρόνια, προτού αποκτήσουμε τα χρήματα για το δικό μας σπίτι.

περνάω νόμο, ψηφίζω νόμο

verbal expression (make [sth] legal or illegal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In 1647 Parliament passed a law making the celebration of Christmas illegal.

ποινική νομοθεσία

noun (rules governing crime and punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασκώ τη δικηγορία

(work as a lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean has been practising law for five years.

νομικό ζήτημα

noun ([sth] subject to legal interpretation)

κανόνες δικαίου

noun (overriding legal principle) (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
During the gold rush, there was no rule of law in the miners' camps.

κουνιάδα

noun (spouse's female sibling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister-in-law is coming to visit us next week.

νύφη

noun (sibling's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sister-in-law treats my brother as if he was a child.

γαμπρός

noun (daughter or son's husband)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My daughter and son-in-law are coming over tomorrow for dinner.

πολιτειακός νόμος

noun (US (legal system of a US state)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
State law prohibits the making of alcohol at home.

τυπικός νόμος

noun (law)

παίρνω το νόμο στα χέρια μου

verbal expression (act as a vigilante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you get robbed, don't try to take the law into your own hands.

σύμφωνα με το νόμο

adverb (from a legal point of view)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παραβαίνω το νόμο

verbal expression (do [sth] illegal, commit an offence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you violate the law (and get caught) you may go to jail.

παράβαση του νόμου

noun (offence, crime)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The district court deals with the most common violations of law.

νομίμως, σύννομα, νόμιμα

adverb (legally, lawfully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Most people are quite happy to live within the law.

νόμιμος, σύννομος

adjective (legal, lawful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All the bank's financial maneuvers were technically within the law.

χωροταξική νομοθεσία

noun (often plural (law about property use)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του law στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του law

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.