Τι σημαίνει το energy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης energy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του energy στο Αγγλικά.

Η λέξη energy στο Αγγλικά σημαίνει ενέργεια, δύναμη, ενεργητικότητα, ενέργεια, ισχύς, δυναμισμός, εναλλακτική ενέργεια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, εναλλακτική πηγή ενέργειας, ατομική ενέργεια, καθαρή ενέργεια, αρχή διατήρησης της ενέργειας, μπάρα ενέργειας, κτ που δίνει ενέργεια, κτ που αναζωογονεί, κατανάλωση ενέργειας, ποτό ενέργειας, που εξοικονομεί ενέργεια, επίπεδο ενέργειας, επίπεδα ενέργειας, μετρητής, δείκτης ενέργειας, που σε γεμίζει ενέργεια, ενεργοβόρος, που εξοικονομεί ενέργεια, ενέργεια, γεμάτος ενέργεια, πράσινη ενέργεια, έχω ενέργεια, ζωτικότητα, θερμική ενέργεια, με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειας, που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειας, που δίνει πολλή ενέργεια, που προσφέρει πολλή ενέργεια, κινητική ενέργεια, ενέργεια πλέγματος, πυρηνική ενέργεια, δυναμική ενέργεια, πάροχος ενέργειας, ανανεώσιμη ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, πηγή ενέργειας, αιολική ενέργεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης energy

ενέργεια

noun (physics: work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The machine converted steam into usable energy.
Το μηχάνημα μετέτρεπε τον ατμό σε χρησιμοποιήσιμη ενέργεια.

δύναμη, ενεργητικότητα

noun (person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He needed all his energy as he cycled uphill.
Χρειάστηκε όλες του τις δυνάμεις για να ποδηλατήσει στον ανήφορο.

ενέργεια

noun (determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It took all his energy to get out of bed on those cold mornings.
Έβαζε όλες του τις δυνάμεις για να σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνα τα κρύα πρωινά.

ισχύς

noun (power) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is no energy left in that battery.
Δεν έχει μείνει ισχύς στην μπαταρία.

δυναμισμός

noun (forceful expression)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His anger showed in the energy with which he strode away.
Ο θυμός του φάνηκε από τον δυναμισμό με τον οποίο βημάτιζε απομακρυνόμενος.

εναλλακτική ενέργεια

noun (renewable power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The use of forms of alternative energy such as liquid propane and hydrogen is increasing.

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (sustainable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (renewable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wind, solar, hydro and geothermal are all alternative sources of energy.

ατομική ενέργεια

noun (nuclear energy as a power source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Atomic energy is non-renewable but it does not produce carbon dioxide.

καθαρή ενέργεια

noun (non-polluting fuel source) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hydrogen is considered a form of clean energy.

αρχή διατήρησης της ενέργειας

noun (physics: energy remains constant) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
According to the law of the conservation of energy, energy cannot be destroyed, only transmuted.
Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, η ενέργεια δεν εξαφανίζεται˙ απλώς, μετατρέπεται σε κάποια άλλη μορφή.

μπάρα ενέργειας

noun (high-calorie snack food)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After 50 km of riding, I ate an energy bar and then rode another 50 km.

κτ που δίνει ενέργεια, κτ που αναζωογονεί

noun ([sth] that invigorates)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατανάλωση ενέργειας

noun (amount of energy used)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The US is responsible for one quarter of the world's energy consumption.

ποτό ενέργειας

noun (beverage with added vitamins, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που εξοικονομεί ενέργεια

adjective (using minimal power)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A lot of people are switching to energy-efficient lightbulbs to save money and electricity. Halogen light bulbs are more energy-efficient than incandescent ones.

επίπεδο ενέργειας

noun (energy of physical system when stationary)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Electrons can jump from one energy level to another.

επίπεδα ενέργειας

noun (usually plural (degree of physical stamina)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετρητής, δείκτης ενέργειας

noun (gauge that measures energy used)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που σε γεμίζει ενέργεια

adjective (food, nutrient: providing energy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενεργοβόρος

adjective (requires a lot of energy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που εξοικονομεί ενέργεια

adjective (conserving energy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενέργεια

noun (amount of effort put into [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γεμάτος ενέργεια

adjective (lively, energetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was so full of energy that I could hardly keep up with her.

πράσινη ενέργεια

noun (figurative (renewable power) (μεταφορικά)

έχω ενέργεια, ζωτικότητα

intransitive verb (be physically energetic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have energy to go dancing tonight.

θερμική ενέργεια

noun (form of energy)

με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειας

adjective (having lots of energy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a high-energy atmosphere in the busy newsroom.

που απαιτεί πολλή ενέργεια, που χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειας

adjective (needing lots of energy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane does a high-energy aerobic workout every morning.

που δίνει πολλή ενέργεια, που προσφέρει πολλή ενέργεια

adjective (providing lots of energy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These high-energy sports drinks are ideal for athletes.

κινητική ενέργεια

(physics)

ενέργεια πλέγματος

noun (chemistry: strength of bonds holding ionic solid together)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυρηνική ενέργεια

noun (atomic power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nuclear energy was falsely demonized in the United States during the 1970's.

δυναμική ενέργεια

(physics)

πάροχος ενέργειας

noun (electricity/gas company)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανανεώσιμη ενέργεια

noun (sustainable power source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wind, waves and the sun are sources of renewable energy.

ηλιακή ενέργεια

noun (power generated by the sun)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to find a way to store solar energy for use even in the winter.

πηγή ενέργειας

noun (oil, natural gas, sun, wind, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αιολική ενέργεια

noun (power generated by the wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government should look into renewable sources such as wind energy.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του energy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του energy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.