Τι σημαίνει το engaged στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης engaged στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του engaged στο Αγγλικά.

Η λέξη engaged στο Αγγλικά σημαίνει αρραβωνιασμένος, κατειλημμένος, κατειλημμένος, απασχολημένος, αφοσιωμένος σε κτ, κινώ το ενδιαφέρον σε κπ, συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ, βάζω, συμπλέκομαι με κπ/κτ, ασχολούμαι με κτ, συμμετέχω σε κτ, αναλαμβάνω να κάνω κτ, κάνω, μπαίνω, συγκρούομαι, προσλαμβάνω, ασχολούμαι με κτ, αρραβωνιάζομαι, αρραβωνιάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης engaged

αρραβωνιασμένος

adjective (person: to be married)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Adam and Charlotte are engaged; they plan to marry in April.
Ο Άνταμ και η Σάρλοτ είναι αρραβωνιασμένοι. Σκοπεύουν να παντρευτούν τον Απρίλιο.

κατειλημμένος

adjective (cubicle, booth: occupied)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Helen needed to pee badly, but all the cubicles in the ladies' were engaged.
Η Ελένη ήθελε επειγόντως να κάνει πιπί, αλλά όλες οι γυναικείες τουαλέτες ήταν κατειλημμένες.

κατειλημμένος, απασχολημένος

adjective (UK (phone line: busy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gareth was trying to phone his mother, but the line was engaged.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω χτες, αλλά μιλούσε συνέχεια.

αφοσιωμένος σε κτ

verbal expression (engrossed)

I was so engaged in what Owen was telling me that I missed my bus.

κινώ το ενδιαφέρον σε κπ

transitive verb (involve, get the attention of)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher's approach to maths did not engage her students.

συμπεριλαμβάνω κπ σε κτ

(involve in)

It is important to engage children in discussions about issues that affect the whole family.

βάζω

transitive verb (gear: lock in position) (ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike engaged the first gear and sped away.

συμπλέκομαι με κπ/κτ

transitive verb (get into combat with)

The army engaged the enemy.

ασχολούμαι με κτ

(be committed, involved with)

It can be hard persuading people to engage with politics.

συμμετέχω σε κτ

(participate, be involved in)

The candidate engaged in a smear campaign against his opponent.

αναλαμβάνω να κάνω κτ

verbal expression (commit to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The government has engaged to assist the organization's aid efforts.
Η κυβέρνηση ανέλαβε να βοηθήσει την οργάνωση στις προσπάθειες αρωγής.

κάνω

(formal (do)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust you will no longer engage in such childish behaviour.

μπαίνω

intransitive verb (gear: become locked) (ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeff pressed the clutch pedal and heard the engine engage.

συγκρούομαι

intransitive verb (military: fight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It takes years of training for a soldier to be ready to engage.

προσλαμβάνω

transitive verb (person: hire as employee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The elderly couple have recently engaged a home help.

ασχολούμαι με κτ

verbal expression (be involved in [sth])

The company was engaged in negotiations with view to a possible merger.

αρραβωνιάζομαι

(promise to get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We've been dating for five years and are intending to get engaged soon.
Βγαίνουμε τα τελευταία πέντε χρόνια και σκοπεύουμε να αρραβωνιαστούμε σύντομα.

αρραβωνιάζομαι

(promise to marry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After living together for seven years, she finally got engaged to her boyfriend last night.
Αφού συζούσαν επτά χρόνια, αρραβωνιάστηκε τελικά με το αγόρι της εχθές το βράδυ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του engaged στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του engaged

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.