Τι σημαίνει το engineering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης engineering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του engineering στο Αγγλικά.

Η λέξη engineering στο Αγγλικά σημαίνει μηχανικός, μηχανικός, μηχανική, μηχανικός, μηχανικός, μηχανουργός, οδηγός, σχεδιάζω, κατασκευάζω, πετυχαίνω, στρατιωτικός μηχανικός, αεροναυπηγική, αεροναυπηγική, αεροδιαστημική, αεροδιαστηµική µηχανική, μηχανολογία αυτοκινήτων, χημική μηχανολογία, έργα πολιτικού μηχανικού, πολυτεχνείο, ηλεκτρολογία, ηλεκτρονική μηχανική, μηχανολογική σχολή, εργονομία, γενετική μηχανική, κατασκευή εθνικών οδών, βιομηχανική μηχανολογία, µηχανολογία, αντίστροφη μηχανική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης engineering

μηχανικός

noun (university studies)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
She is studying engineering at university.
Σπουδάζει μηχανικός στο πολυτεχνείο.

μηχανικός

noun (profession)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
After graduation, he went into engineering as a career.
Μετά την αποφοίτησή του, έκανε καριέρα ως μηχανικός.

μηχανική

noun (mechanical works) (συχνό, αν και αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pyramids are a marvel of engineering.
Οι πυραμίδες είναι ένα θαύμα της μηχανικής.

μηχανικός

noun (technical designer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
She is an aerospace engineer for NASA.
Είναι μηχανικός αεροναυτικής για τη ΝΑΣΑ.

μηχανικός

noun (technical worker) (ανάλογα το αντικείμενο)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
We had to call out a broadband engineer to fix the problem.
Χρειάστηκε να καλέσουμε τον τεχνικό του ευρυζωνικού δικτύου για να διορθώσει το πρόβλημα.

μηχανουργός

noun (machinist)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
He was a sheet metal engineer.
Ήταν μηχανουργός και έφτιαχνε μεταλλικά φύλλα.

οδηγός

noun (US (locomotive driver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The engineer blew the whistle as the train rounded the bend.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα ήθελα να εργαστώ ως οδηγός τραίνου.

σχεδιάζω

transitive verb (design)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He engineered the construction of those bridges.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα;

κατασκευάζω

transitive verb (build)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This machine was engineered very well.
Αυτό το μηχάνημα φτιάχτηκε πολύ καλά.

πετυχαίνω

transitive verb (figurative (make happen) (έχω επιθυμητό αποτέλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The campaign manager engineered the election of the president.
Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου.

στρατιωτικός μηχανικός

noun (military designer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The corps of engineers built the bridges so the troops could cross the river.
Τα σώματα στρατιωτικών μηχανικών έκτισαν τις γέφυρες ώστε τα στρατεύματα να περάσουν τα ποτάμια.

αεροναυπηγική

noun (designing and building of aircraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John had a successful career in aeronautical engineering.

αεροναυπηγική

noun (field of study)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah is studying aeronautical engineering at university.

αεροδιαστημική

noun (branch of engineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Advances in aerospace engineering have made planes lighter and able to travel longer distances.

αεροδιαστηµική µηχανική

noun (field of study)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Kevin has a degree in aerospace engineering.

μηχανολογία αυτοκινήτων

noun (engineering: of cars)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new hybrid vehicle is a marvel of automotive engineering.

χημική μηχανολογία

noun (use of chemistry in industry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company uses chemical engineering to produce innovative food products from raw materials.

έργα πολιτικού μηχανικού

noun (design and building of structures)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The construction of buildings, roads and bridges is all part of civil engineering.

πολυτεχνείο

noun (school: teaches engineering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Irene is studying at the college of engineering.

ηλεκτρολογία

(branch of engineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλεκτρονική μηχανική

(branch of engineering)

μηχανολογική σχολή

noun (institution: trains engineers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εργονομία

noun (workspace design)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My psychology professor is an expert in ergonomics.

γενετική μηχανική

noun (manipulation of genes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατασκευή εθνικών οδών

noun (development of motorways)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιομηχανική μηχανολογία

noun (type of engineering)

µηχανολογία

(branch of engineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίστροφη μηχανική

noun (taking [sth] apart to reproduce it)

Reverse engineering is one way computer programs are pirated.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του engineering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του engineering

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.