Τι σημαίνει το encounter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encounter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encounter στο Αγγλικά.

Η λέξη encounter στο Αγγλικά σημαίνει βρίσκω, ανακαλύπτω, συνάντηση, καβγάς, καυγάς, συνάντηση, συναντώ τυχαία, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encounter

βρίσκω, ανακαλύπτω

transitive verb (find)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They encountered three dead bodies in the old house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Συνάντησα τον αδελφό σου στο γήπεδο.

συνάντηση

noun (unexpected meeting) (τυχαία, συμπτωματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The encounter with his old girlfriend was awkward.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχαμε ένα συναπάντημα με την πρώην γυναίκα μου στο γάμου του Νίκου.

καβγάς, καυγάς

noun (combative meeting) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob and Joe's encounter left them both with hurt feelings.
Ο καβγάς του Μπομπ με τον Τζο προκάλεσε και στους δύο μεγάλη λύπη.

συνάντηση

noun (meeting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lovers arranged an encounter at midnight, behind the chapel.
Οι εραστές κανόνισαν ένα ραντεβού τα μεσάνυχτα, πίσω από το παρεκκλήσι.

συναντώ τυχαία

transitive verb (meet unexpectedly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He encountered his ex-girlfriend at the bar.
Συνάντησε τυχαία την πρώην κοπέλα του στο μπαρ.

αντιμετωπίζω

transitive verb (military: meet in conflict) (εχθρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They encountered the enemy off the coast of Spain.
Αντιμετώπισαν τον εχθρό στα ανοιχτά της ακτής της Ισπανίας.

αντιμετωπίζω

transitive verb (problems)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He encountered many problems at the remote site.
Συνάντησε πολλά προβλήματα στον απομακρυσμένο τόπο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encounter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του encounter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.