Τι σημαίνει το feed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης feed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feed στο Αγγλικά.
Η λέξη feed στο Αγγλικά σημαίνει ταΐζω, ταΐζω, τρέφω, θρέφω, ταΐζω, τροφοδοτώ, προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ, τροφή, φαΐ, φαγητό, τροφοδοτικό, μετάδοση, τάισμα, τρέφομαι με, τρέφομαι, τέρπω, τροφοδοτώ, μεγαλώνω, δίνω, εισιτήριο, χρέωση, τέλος, δίνω αναφορά σε κπ, επηρεάζω, διαιωνίζω, ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλο, τρέφομαι, ταΐζω για να παχύνω, ταΐζω κπ με μπιμπερό, δίνω μασημένη τροφή σε κπ, τροφή βοοειδών, τροφή πουλερικών, ψίχουλα, ψιλοπράγματα, ροή δεδομένων, ορός, εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας, ρίχνω κτ στάγδην, δίνω κτ σταδιακά, δίνω αναφορά, ντορβάς, τορβάς, τσάντα, ταΐζω με το ζόρι, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, ταΐζω κτ σε κπ, ταΐζω με το χέρι, τροφή για άλογα, στόμα να ταΐσω, στόματα να θρέψω, ροή ειδήσεων, τροφή πουλερικών, τροφοδοσία RSS, τροφοδότηση RSS, δορυφορική μετάδοση, ταΐζω κπ με το κουτάλι, ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι, ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ, δίνω μασημένη τροφή σε κπ, δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ, δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης feed
ταΐζωtransitive verb (give food to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to feed the children. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως. |
ταΐζωtransitive verb (give food to an animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen feeds the dog every morning. Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί. |
τρέφω, θρέφωtransitive verb (be a food source) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This farm feeds the entire village. Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό. |
ταΐζωtransitive verb (give [sth] as nourishment) (κάποιον/κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She feeds her chickens on a variety of scraps. Ταΐζει τις κότες της με μια ποικιλία από αποφάγια. |
τροφοδοτώtransitive verb (figurative (supply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This pipe feeds the radiator. Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ. |
προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ(figurative (supply) The operator feeds paper to the printing press. Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί. |
τροφήnoun (food for animals) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farmer needs to buy more feed for her pigs. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσες στη γάτα το φαγητό της; |
φαΐ, φαγητόnoun (US, informal (meal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have to give the kids their feed, then we have to go to the pool. |
τροφοδοτικόnoun (supply mechanism) There was a problem with the photocopier's paper feed. |
μετάδοσηnoun (broadcast) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The live feed from New York has stopped working, so we are going to show some commercials. |
τάισμαnoun (breastfeeding) (διαδικασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The baby had a good feed this morning. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μωρό ξύπνησε για τον πρωινό θηλασμό. |
τρέφομαι με(animal: eat) The animals feed on grass. |
τρέφομαι(figurative (ideas, fears) (μεταφορικά: αναπτύσσομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Panic feeds on people's fears. Ο πανικός τρέφεται από τους φόβους των ανθρώπων. |
τέρπωtransitive verb (figurative (gratify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Art feeds the spirit. |
τροφοδοτώtransitive verb (figurative (supply) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The media feeds the news to people. |
μεγαλώνωtransitive verb (figurative (encourage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't say anything to feed his ego. |
δίνωtransitive verb (figurative (supply) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The assistant fed the actor his lines. |
εισιτήριοnoun (admission charge) (για να μπεις κάπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The admission fee to the zoo is cheap. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ. |
χρέωσηnoun (professional charge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lawyer charges a fee for his services. Ο δικηγόρος χρεώνει κάποιο ποσό για τις υπηρεσίες του. |
τέλοςnoun (charge for public service) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a fee for getting your driving licence. Για να βγάλεις άδεια οδήγησης, πρέπει να πληρώσεις κάποιο τέλος. |
δίνω αναφορά σε κπ(report back to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jamie always feeds back to his line manager in a timely manner. Ο Τζέιμι πάντα δίνει, εγκαίρως, αναφορά στον ιεραρχικά ανώτερό του. |
επηρεάζω(affect in turn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The results of the student survey feed back into future teaching practices. |
διαιωνίζωphrasal verb, transitive, inseparable (help to perpetuate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Too much praise really feeds into his need for constant approval from others. |
ευημερώ χάρη σε κάποιον άλλοphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (thrive thanks to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The band fed off the energy of the crowd. |
τρέφομαιphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (eat) (τρώω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταΐζω για να παχύνωphrasal verb, transitive, separable (fatten: an animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They would feed up their cattle before sending them for slaughter. Τάισαν τα βοοειδή για να παχύνουν πριν τα στείλουν για σφάξιμο. |
ταΐζω κπ με μπιμπερόtransitive verb (literal (give food with bottle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We found a kitten on the street without a mother and bottle-fed it until it was old enough for solid food. |
δίνω μασημένη τροφή σε κπtransitive verb (figurative (coddle, overprotect) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Do I have to bottle-feed you everything? Get out of here and go do your job! |
τροφή βοοειδώνnoun (food for farm animals) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The farmer gives cattle feed to his cows every day. |
τροφή πουλερικώνnoun (food for poultry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They put marigolds in the chicken feed to make the chickens turn yellow. |
ψίχουλα, ψιλοπράγματαnoun (US, informal, figurative (money: insignificant amount) (ΗΠΑ, καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) To a millionaire, ten dollars is chicken feed. |
ροή δεδομένωνnoun (stream of digital information) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Data feeds are an easy way to use the web to share your information with the world. |
ορόςnoun (medical device) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The nurse admitted the patient and hooked him up to a drip-feed. |
εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίαςnoun (device supplying liquid) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A drip-feed lubricates the mechanism's moving parts with oil. |
ρίχνω κτ στάγδηνtransitive verb (feed with liquid) This part drip-feeds lubricant into the mechanism. |
δίνω κτ σταδιακάtransitive verb (UK, figurative (gradually supply [sth]) The police are drip-feeding information about the case to the press in order to not create a panic. |
δίνω αναφοράverbal expression (relay [sth] back to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Karen appreciates her staff feeding back intormation to her on a regular basis. |
ντορβάς, τορβάςnoun (US (nosebag for feeding horses) (τάισμα αλόγου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The rider prepared the horse's feedbag. |
τσάνταnoun (US (cyclist's bag with food and water) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cyclist ate a bite of the granola bar and put it back in his feedbag. |
ταΐζω με το ζόριtransitive verb (animal, person: feed against their will) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her hunger strike was cut short after they force-fed her. Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι. |
ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόριtransitive verb (animal, person: force to eat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The guards force-fed the prisoner food. |
ταΐζω κτ σε κπtransitive verb (figurative (impose: [sth] on [sb]) (μεταφορικά: επιβάλλω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The regime force-fed propaganda to the people. |
ταΐζω με το χέριtransitive verb (animal: feed by hand) (ζώο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τροφή για άλογαnoun (food intended for horses) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στόμα να ταΐσωnoun (figurative (dependent: family member) (μεταφορικά) I have five mouths to feed. |
στόματα να θρέψωplural noun (family members, dependents) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Six children? That's a lot of mouths to feed! |
ροή ειδήσεωνnoun (online list of updates) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Anthony checks his news feed only about once a week. |
τροφή πουλερικώνnoun (food for fowl) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τροφοδοσία RSS, τροφοδότηση RSSnoun (abbreviation (internet: subscription service) (ίντερνετ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δορυφορική μετάδοσηnoun (stream of data) |
ταΐζω κπ με το κουτάλιtransitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The mother spoon-feeds her child. |
ταΐζω κπ κτ με το κουτάλιtransitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Erica spoon-feeds her daughter liquid vitamins. |
ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπtransitive verb (give food by spoon) (απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The nurse has to spoon-feed medicine to the patient. |
δίνω μασημένη τροφή σε κπtransitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The police agent spoon-fed the reporter. |
δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπtransitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The source spoon-fed the journalist secret information. |
δίνω κτ ως μασημένη τροφή σε κπtransitive verb (figurative (give information) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The informant spoon-fed leaked information to the reporter. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του feed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.