Τι σημαίνει το fed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fed στο Αγγλικά.
Η λέξη fed στο Αγγλικά σημαίνει Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI, ταΐζω, ταΐζω, τρέφω, θρέφω, ταΐζω, τροφοδοτώ, προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ, τροφή, φαΐ, φαγητό, τροφοδοτικό, μετάδοση, τάισμα, τρέφομαι με, τρέφομαι, τέρπω, τροφοδοτώ, μεγαλώνω, δίνω, που το ταΐζουν με το μπιμπερό, που έχει θηλάσει, που τρέφεται με καλαμπόκι, που έχει τραφεί με καλαμπόκι, αγανακτισμένος, βαριέμαι, είμαι έως εδώ με κτ, που τρέφεται με χόρτο, που σιτίζεται με χόρτο, που δεν τρέφεται σωστά, που τον ταΐζουν με το κουτάλι, καλοταϊσμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fed
Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτωνnoun (US, abbreviation (Federal Reserve Bank) (στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBInoun (US, abbreviation (law: federal employee, esp. FBI) (στις ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταΐζωtransitive verb (give food to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to feed the children. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τήρηση του Οδηγού Υγιεινής είναι απαραίτητη για μονάδες που επισιτίζουν μέχρι χίλια τριακόσια άτομα ημερησίως. |
ταΐζωtransitive verb (give food to an animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen feeds the dog every morning. Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί. |
τρέφω, θρέφωtransitive verb (be a food source) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This farm feeds the entire village. Αυτή η φάρμα τρέφει ολόκληρο το χωριό. |
ταΐζωtransitive verb (give [sth] as nourishment) (κάποιον/κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She feeds her chickens on a variety of scraps. Ταΐζει τις κότες της με μια ποικιλία από αποφάγια. |
τροφοδοτώtransitive verb (figurative (supply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This pipe feeds the radiator. Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ. |
προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ(figurative (supply) The operator feeds paper to the printing press. Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί. |
τροφήnoun (food for animals) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farmer needs to buy more feed for her pigs. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έδωσες στη γάτα το φαγητό της; |
φαΐ, φαγητόnoun (US, informal (meal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have to give the kids their feed, then we have to go to the pool. |
τροφοδοτικόnoun (supply mechanism) There was a problem with the photocopier's paper feed. |
μετάδοσηnoun (broadcast) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The live feed from New York has stopped working, so we are going to show some commercials. |
τάισμαnoun (breastfeeding) (διαδικασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The baby had a good feed this morning. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μωρό ξύπνησε για τον πρωινό θηλασμό. |
τρέφομαι με(animal: eat) The animals feed on grass. |
τρέφομαι(figurative (ideas, fears) (μεταφορικά: αναπτύσσομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Panic feeds on people's fears. Ο πανικός τρέφεται από τους φόβους των ανθρώπων. |
τέρπωtransitive verb (figurative (gratify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Art feeds the spirit. |
τροφοδοτώtransitive verb (figurative (supply) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The media feeds the news to people. |
μεγαλώνωtransitive verb (figurative (encourage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't say anything to feed his ego. |
δίνωtransitive verb (figurative (supply) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The assistant fed the actor his lines. |
που το ταΐζουν με το μπιμπερόadjective (baby: given milk by bottle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει θηλάσειadjective (given milk from breast) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Doctors are researching whether breastfed babies behave differently from bottlefed babies. |
που τρέφεται με καλαμπόκιadjective (UK (poultry: raised on corn) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει τραφεί με καλαμπόκιadjective (US (beef: raised on corn) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγανακτισμένοςadjective (informal (weary, exasperated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) You look fed up. What's wrong? Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει; |
βαριέμαιexpression (informal (weary, exasperated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Audrey was fed up with the bad weather. Fed up of being sent from one office to another, Joan lost her temper. Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε. |
είμαι έως εδώ με κτverbal expression (figurative, informal (be exasperated by [sth] repeated) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She said angrily that she was fed up to the back teeth of hearing us bicker. |
που τρέφεται με χόρτο, που σιτίζεται με χόρτοadjective (animals: allowed to forage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν τρέφεται σωστάadjective (under-nourished) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The children at the boarding school were very ill-fed—they were never given breakfast, and the dishes rarely contained meat. |
που τον ταΐζουν με το κουτάλιadjective (infant: given food by spoon) (για μωρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλοταϊσμένοςadjective (plump) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.