Τι σημαίνει το fire στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fire στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fire στο Αγγλικά.

Η λέξη fire στο Αγγλικά σημαίνει φωτιά, φωτιά, φωτιά, πυροβολώ, απολύω, πυροβολώ, πυροβολώ, λάμψη, ζήλος, μεγάλη δοκιμασία, πυροβολισμός, καίγομαι, λάμπω, φέγγω, παθιάζομαι, παίρνω μπρος, πυροδοτώ, ανάβω, τροφοδοτώ, βάζω μπρος, ψήνω, ανάβω, εξάπτω, ρίχνω, πετώ, πυροβολώ, πυροβολώ, πυροβολώ, σκοτώνω, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, πυροβολώ, γυρίζω, τραβάω, τραβώ, φτου, βλαστάρι, κυνήγι, γύρισμα, φωτογράφιση, σουτάρω, ρίχνω, ρίχνω, τρέχω, φωτογραφίζω, γυρίζω, σουτάρω, διαπερνώ, λέω, καταγράφω, προσδιορίζω τη θέση, ρίχνω, πετυχαίνω, φωτογραφίζω, σουτάρω, πάμε, αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω, ρίχνω, στέλνω, κάνω, βάζω σε λειτουργία, εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω, ξυπνάω, ξυπνώ, βάζω σε λειτουργία, ρίχνω λάδι στην φωτιά, μπάλα από φωτιά, δυναμικός, δραστήριος, βάπτισμα του πυρός, βάπτισμα του πυρός, κορωμένη φωτιά, φωτιά, φωτιά, πυρκαγιά, πυρά, φωτιά, αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά, έχω απήχηση, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυση πυρός, δέχομαι πυρά για κτ, χάος, συναγερμός, είδος μυρμηγκιού του γένους Solenopsis, πυροσβεστική, πόρτα πυρασφάλειας, πυροσβεστική άσκηση, πυροφάγος, έξοδος κινδύνου, έξοδος κινδύνου, πυροσβεστήρας, κίνδυνος πυρκαγιάς, πυροσβεστική μάνικα, πυροσβεστικός κρουνός, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, πυραγός, εστία φωτιάς, εστία φωτιάς, αντιπυρική προστασία, πυρασφαλής, πυρίμαχος, κίνδυνος φωτιάς, πυρασφάλεια, έκπτωση λόγω φωτιάς, ξεπούλημα, πυροσβεστικός σταθμός, πυροσβεστικό όχημα, πυροβολώ, εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου, για τη συντέλεια της κολάσεως, επιβραδυντικό καύσης, επιβραδυντικό πυρός, επιβραδυντικό φλόγας, αντιπυρική ζώνη, πυροσβέστης, πυροσβέστρια, πυρόσβεση, πυρόσβεση, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων, δύναμη πυρός, πυρκαγιά, φωτιά, πυροθύελλα, κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς, πυροσβεστικό όχημα, υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς, ταχυβολία, πυρκαϊά, φιλικά πυρά, φίλια πυρά, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, σαν να έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια μου, γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ, γραμμή του πυρός, στόχαστρο, καταιγισμός πυρών πολυβόλου, πυρά όλμων, που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες, που έχει πάρει φωτιά, ανοίγω πυρ, φωτιά, από το κακό στο χειρότερο, παίζω με τη φωτιά, φωτιά σε λιβάδι, γρήγορος, πυροβόλο, πύρινη λαίλαπα, απανωτά πυρά, γρήγορος, απανωτός, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, φωτιά, βάζω φωτιά, πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κτ, ενθουσιάζω, σίγουρη επιτυχία, δέχομαι κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fire

φωτιά

noun (combustion) (καύση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fire produces heat and light.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η πυρκαγιά ξέσπασε γρήγορα στο δάσος.

φωτιά

noun (in a building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a fire in an old warehouse nearby.
Η παλιά αποθήκη εδώ κοντά άρπαξε φωτιά.

φωτιά

noun (for cooking, camping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They hung a kettle over the fire.
Έβαλαν μια κατσαρόλα πάνω στη φωτιά.

πυροβολώ

transitive verb (gun: shoot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They fired their guns.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ληστής πυροβόλησε την ηλικιωμένη.

απολύω

transitive verb (US (dismiss from work)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fired him for being late each morning.
Πήρε πόδι γιατί ερχόταν αργά κάθε πρωί.

πυροβολώ

intransitive verb (shoot a weapon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aim your weapon, then fire.
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

πυροβολώ

(shoot a weapon at) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers were firing at the enemy.
Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό.

λάμψη

noun (figurative (gem brilliance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diamonds must be cut to show their fire.

ζήλος

noun (figurative (ardour)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was full of fire and energy.

μεγάλη δοκιμασία

noun (figurative (arduous trial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He went through fire to try to find her again.

πυροβολισμός

noun (guns, firearms: shooting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He could hear the fire of guns nearby.

καίγομαι

intransitive verb (burn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kindling began to fire.

λάμπω, φέγγω

intransitive verb (very dated, poetic, figurative (glow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dawn fired in the east.

παθιάζομαι

intransitive verb (figurative (become passionate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fired and fumed at the news.

παίρνω μπρος

intransitive verb (have ignition in a cylinder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eventually, the engine fired and they drove home.

πυροδοτώ

intransitive verb (neuron activity)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The neurologist ordered several tests to determine whether the patient's neurons were firing properly.

ανάβω

transitive verb (set alight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fired the big pile of rubbish they had collected.

τροφοδοτώ

transitive verb (supply fuel) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should fire the boiler with anthracite coal.

βάζω μπρος

transitive verb (ignite)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Go ahead and fire the engine.

ψήνω

transitive verb (kiln)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The potter fires her stoneware in a kiln.

ανάβω

transitive verb (figurative (emotions: inflame) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her kiss fired his passion even more.

εξάπτω

transitive verb (figurative (inspire) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sight fired her imagination.

ρίχνω, πετώ

transitive verb (figurative (throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fired a ball through the open window.

πυροβολώ

intransitive verb (fire a gun)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert's father taught him to shoot when he was a little boy.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πυροβολώ

(fire a gun at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers shot at the enemy.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

πυροβολώ

transitive verb (gun: fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot the gun.
Πυροβόλησε.

σκοτώνω

transitive verb (kill with gun, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Where did you shoot that deer?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

(wound by firing gun, etc.)

The soldier was shot in the leg.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

πυροβολώ

transitive verb (execute by gunfire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoner was shot by the firing squad.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέσπασαν επεισόδια και οι δεσμοφύλακες πυροβόλησαν τον επίδοξο δραπέτη.

γυρίζω

transitive verb (film) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are shooting the movie in Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (photo: take) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer shot 50 photos.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

φτου

interjection (US, slang, euphemism (annoyance) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shoot! I forgot his birthday!
Φτου, να πάρει! Ξέχασα τα γενέθλιά του!

βλαστάρι

noun (botany: sprout)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the eight seeds we got five shoots growing.

κυνήγι

noun (hunt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They went on a turkey shoot.

γύρισμα

noun (informal (filming session)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shoot will be on location in Iceland.

φωτογράφιση

noun (informal (photo shoot: photography session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Zelda is at the shoot working as a camera assistant.

σουτάρω

intransitive verb (sport: aim at goal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The basketball player decided to pass instead of shoot.

ρίχνω

intransitive verb (pool, billiards: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to shoot. Try to knock the 7-ball in.

ρίχνω

intransitive verb (play marbles)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The experienced marble player was able to shoot very well.

τρέχω

intransitive verb (informal (move quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kid shot across the field to get the ball.
Το παιδί τσακίστηκε να φτάσει στην άλλη πλευρά του γηπέδου για να πιάσει την μπάλα.

φωτογραφίζω

intransitive verb (photograph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You better shoot before it gets too dark!

γυρίζω

intransitive verb (film)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They shot all day long, but got the scenes that they wanted.

σουτάρω

intransitive verb (ball: aim at target)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot just as time ran out in the game.

διαπερνώ

intransitive verb (pain: pass through body)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pain shot up his arm after he hit his elbow.
Όταν χτύπησε τον αγκώνα του, ο πόνος διαπέρασε όλο το μπράτσο του.

λέω

intransitive verb (slang (speak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I want to hear your opinion. When you're ready, shoot.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

καταγράφω

transitive verb (take seismic reading)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The geologists will shoot and interpret the seismic data for you.

προσδιορίζω τη θέση

transitive verb (star, planet: site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The captain used a sextant to shoot the sun.

ρίχνω

transitive verb (dice: throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn. Shoot the dice!

πετυχαίνω

transitive verb (golf: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I shot a 69 yesterday!

φωτογραφίζω

transitive verb (take a photo of) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fashion model allows only a few photographers to shoot pictures of her.

σουτάρω

transitive verb (ball: aim at goal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The footballer shot the ball between the posts.

πάμε

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (begin asking questions) (καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Professor, could we ask you a few questions? "Sure! Fire away."

αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω

phrasal verb, intransitive (informal (begin shooting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you have a clear shot at the deer, fire away.

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (shot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gunman fired off three shots before the police captured him.

στέλνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (letter, e-mail: write and send quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom fired off an e-mail to the sales manager.

κάνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (rapid questions)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You fired off ten questions but didn't listen to the answers.

βάζω σε λειτουργία

phrasal verb, transitive, separable (start ignition of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I pressed the starter button, fired up the engine, and took off into a cloudless blue sky.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (excite, enthuse) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The inspirational speech fired up the audience.
Η εμψυχωτική ομιλία ξεσήκωσε το κοινό.

ξυπνάω, ξυπνώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (stimulate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A walk through the forest on a chill day fires up my senses.

βάζω σε λειτουργία

phrasal verb, transitive, separable (figurative (cause [sth] to start, become successful) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω λάδι στην φωτιά

verbal expression (figurative (exacerbate the issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shouting at angry pupils is only likely to add fuel to the fire.

μπάλα από φωτιά

noun (fireball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We heard the explosion, then saw a great ball of fire shooting to the sky. The propane tanker exploded into a great ball of fire.
Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά.

δυναμικός, δραστήριος

noun (figurative (dynamic person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My aunt is always busy; she's a real ball of fire.

βάπτισμα του πυρός

noun (figurative (difficult initiation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My first day as a math teacher was a baptism of fire. The pupils just wouldn't keep quiet!

βάπτισμα του πυρός

noun (figurative (soldier: first combat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bullets were flying all around and people were dying; it was truly a baptism by fire.

κορωμένη φωτιά

noun (fire: intense)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They sat outside the tent, swapping stories and toasting marshmallows over the blazing fire.

φωτιά

noun (inside a home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They gathered round the blazing fire for warmth.

φωτιά, πυρκαγιά

noun (blaze: destroys vegetation) (σε θαμνότοπο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυρά, φωτιά

noun (fire made of twigs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That evening we all sat around a camp fire drinking beer and telling ghost stories.

αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά

verbal expression (ignite)

Gasoline can catch fire very easily. If you knock that candle onto the rug, it will catch on fire.

έχω απήχηση

verbal expression (figurative (create enthusiasm)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κατάπαυση του πυρός

(war: stop fighting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The two sides agreed to cease fire.

κατάπαυση πυρός

noun (truce, end to hostilities)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The armies decided to have a ceasefire at Christmas.

δέχομαι πυρά για κτ

verbal expression (figurative (be criticized harshly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάος

noun (US, figurative, informal (shameful or chaotic situation)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συναγερμός

noun (siren or bell warning of fire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Someone set off the fire alarm at 3 am and the entire hotel had to be evacuated. You often have to smash a glass panel to activate a fire alarm.

είδος μυρμηγκιού του γένους Solenopsis

(insect)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυροσβεστική

noun (fire-fighting unit)

Someone called the fire department after we lit our bonfire. The fire brigade took five hours to put out the house fire.

πόρτα πυρασφάλειας

noun (fire-resistant inner door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The employees were told off for wedging the fire doors open in the hot weather.

πυροσβεστική άσκηση

noun (evacuation procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We had a fire drill at the office today.

πυροφάγος

noun (performer: fire tricks) (ασυνήθιστο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A fire eater must hold kerosene in his mouth to perform.

έξοδος κινδύνου

noun (emergency stairway)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the event of fire, please use the fire escape to descend to the ground floor.

έξοδος κινδύνου

noun (emergency way out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fire exit must be unlocked and kept clear.

πυροσβεστήρας

noun (appliance for putting out fires)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some fire extinguishers contain water and others foam.

κίνδυνος πυρκαγιάς

noun (potential cause of fire)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Candles are a fire hazard.

πυροσβεστική μάνικα

noun (firefighting equipment)

πυροσβεστικός κρουνός

noun (water pump)

ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς

noun (insurance against loss due to fire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bank requires borrowers to carry fire insurance for the house.

πυραγός

noun (leader of a fire fighting team)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The fire chief directs his team during a fire.

εστία φωτιάς

noun (hole in ground where fire is made)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εστία φωτιάς

noun (container fire is made in)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντιπυρική προστασία

noun (fire safety measures)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Putting out your camp fire is one method of fire prevention.

πυρασφαλής, πυρίμαχος

adjective (flameproof, difficult to set fire to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sofa is made of fire-resistant material.

κίνδυνος φωτιάς

noun ([sth] that can cause a fire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Throwing a cigarette out of the car window is a fire risk.

πυρασφάλεια

noun (prevention of accidental fire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έκπτωση λόγω φωτιάς

noun (sale of fire-damaged goods)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The smoke-damaged merchandise was discounted for the fire sale.

ξεπούλημα

noun (figurative (low-price selling of assets) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The struggling business had a fire sale on old stock items, to generate more cash flow.

πυροσβεστικός σταθμός

noun (place where fire engines are kept)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The girl scouts visited the fire station to learn about fire safety.
Οι προσκοπίνες επισκέφτηκαν τον πυροσβεστικό σταθμό για να ενημερωθούν για το θέμα της πυρασφάλειας.

πυροσβεστικό όχημα

noun (fire fighting vehicle)

Most fire trucks are painted red.

πυροβολώ

(with weapon: shoot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As soon as I give the order, fire upon the battleship.

εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου

(with weapon: shoot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The soldiers in the tower fired upon the defenceless people below.

για τη συντέλεια της κολάσεως

noun as adjective (figurative (preaching damnation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβραδυντικό καύσης, επιβραδυντικό πυρός, επιβραδυντικό φλόγας

adjective (resistant to fire)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Fire-retardant chemicals are added to the mattress.

αντιπυρική ζώνη

noun (US (prevents spread of fire)

πυροσβέστης, πυροσβέστρια

noun (member of fire brigade)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Firefighters were called to tackle the blaze.

πυρόσβεση

noun (act of combatting fires)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The firefighting went on for days as crews tried to get the wildfires under control.

πυρόσβεση

noun (fighting fires)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Firefighting is a very dangerous occupation.
Η κατάσβεση πυρκαγιών είναι πολύ επικίνδυνη δουλειά.

προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων

noun (figurative (efforts to fix tackle problem) (Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The computer system's so messed up that we spend most of our time on firefighting.
Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων.

δύναμη πυρός

noun (weapons capability)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυρκαγιά, φωτιά

noun (fire fuelled by strong wind) (λόγω ανέμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυροθύελλα

noun (figurative (intense response, public uproar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτήριο με κίνδυνο πυρκαγιάς

noun (building that is a fire hazard)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυροσβεστικό όχημα

noun (firefighters' vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A red firetruck went speeding down the street with the siren on.

υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς

noun (person responsible for controlling fires)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ταχυβολία

noun (speed of rounds fired by a weapon) (όπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυρκαϊά

noun (fire in a woodland area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a high risk of forest fires in that area due to lack of rain.

φιλικά πυρά, φίλια πυρά

noun (military)

βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά

verbal expression (prepare a fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He laid a fire for the group.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό.

σαν να έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια μου

expression (with energy or enthusiasm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ

expression (get along: very well)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραμμή του πυρός

noun (path of a bullet)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They are sending that soldier forward in the battle, where he will be in the direct line of fire.

στόχαστρο

noun (figurative (vulnerable position) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The president of the company is in the line of fire of shareholders' crticisms.

καταιγισμός πυρών πολυβόλου

noun (hail of bullets from an automatic firearm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We could hear the sound of machine-gun fire in the distance.

πυρά όλμων

noun (shell attack)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες

adjective (burning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car was on fire for about two hours.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το φλεγόμενο σπίτι ήταν τρομακτικό θέαμα.

που έχει πάρει φωτιά

adjective (figurative, slang (performing well) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sharon has answered every question correctly so far; she's on fire today!
Η Σάρον έχει απαντήσει σωστά κάθε ερώτηση μέχρι τώρα· έχει ρέντα σήμερα!

ανοίγω πυρ

(start shooting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They opened fire as soon as they saw his gun. If you see a wolf, go ahead and open fire.

φωτιά

noun (fire in unenclosed fireplace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's an open fire in the living room.

από το κακό στο χειρότερο

expression (figurative (from one danger to another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
By changing jobs, Jeremy risked jumping out of the frying pan, into the fire.

παίζω με τη φωτιά

verbal expression (risk danger) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Computer users are playing with fire if they don't keep their anti-virus software up to date.

φωτιά σε λιβάδι

noun (US (blaze in grassland area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The prairie fire consumed more than 1000 acres.

γρήγορος

adjective (figurative, informal, chiefly UK (rapid)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυροβόλο

adjective (gun: equipped to fire rapidly) (για όπλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πύρινη λαίλαπα

noun (figurative (intense blaze) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The raging fire swept through the entire valley, destroying modest homes and billion-dollar mansions alike.

απανωτά πυρά

noun (fast gunfire)

γρήγορος, απανωτός

adjective (figurative (questions: fast) (για ερωτήσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interjection (command to someone firing a weapon) (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φωτιά

noun (figurative (coal or wood fire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Boy Scouts sat round the roaring fire telling ghost stories.

βάζω φωτιά, πυρπολώ

verbal expression (set alight)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He set fire to his own house to collect the insurance money.

βάζω φωτιά σε κτ

verbal expression (set light to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To cover up the murder, the killer set his victim's house on fire.

ενθουσιάζω

verbal expression (figurative, slang (excite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That catchy new song has set the whole country on fire.

σίγουρη επιτυχία

adjective (informal (certain to succeed)

δέχομαι κριτική

verbal expression (figurative (be criticized harshly)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fire στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fire

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.