Τι σημαίνει το fill στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fill στο Αγγλικά.

Η λέξη fill στο Αγγλικά σημαίνει γεμίζω, γεμίζω, εκτελώ, -, υλικό γεμίσματος, μελωδική φράση, γεμίζω, γεμίζω, έχω θέση, έχω αναλάβει θέση, καλύπτω, ταΐζω αρκετά, σφραγίζω, συμπληρώνω, συμπληρώνω, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, ενημερώνω, συμπληρώνω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, γεμίζω, γεμίζω, βουρκώνω, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, ενημερώνω κπ για κτ, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, προσωρινός, πρόσκαιρος, ποσοστό πλήρωσης ζήτησης, αντικαθιστώ, συμπεραίνω, γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώς, γεμίζω κτ με κτ, γεμίζω με βενζίνη, αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω, γέμισμα, ταιριάζω, αρκετός, παίρνω τη δόση μου, βαριέμαι, μπουχτίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fill

γεμίζω

transitive verb (load a container)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He filled the bottle with water.
Γέμισε το μπουκάλι με νερό.

γεμίζω

intransitive verb (become full)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water bottle filled quickly.
Το μπουκάλι γέμισε γρήγορα.

εκτελώ

transitive verb (complete an order, prescription) (ιατρική συνταγή, παραγγελία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pharmacist fills hundreds of prescriptions per day.
Ο φαρμακοποιός εκτελεί εκατοντάδες συνταγές τη μέρα.

-

noun (all one can eat) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Did you get your fill? You ate a lot of French fries.
Χόρτασες; Έφαγες πολλές τηγανητές πατάτες.

υλικό γεμίσματος

noun (US (stuffing, cushioning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We keep the fill for the cushions next to the assembly line.

μελωδική φράση

noun (music)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to hear more of the drums on this fill.

γεμίζω

transitive verb (occupy space)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxes filled the entire storage room.

γεμίζω

transitive verb (plug)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joseph filled the hole with cement to fix the leak.

έχω θέση, έχω αναλάβει θέση

transitive verb (hold a position, role)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He fills the role of marketing director for the company.

καλύπτω

transitive verb (hire a person for a job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to fill this position as soon as possible.

ταΐζω αρκετά

transitive verb (give enough to eat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She filled the kids by providing them plenty of potatoes.

σφραγίζω

transitive verb (put amalgam in: a tooth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (complete: a form, blank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't fill in every answer on the form, the inspector will be suspicious.
Αν δεν συμπληρώσεις όλες τις απαντήσεις στο έντυπο, ο επιθεωρητής θα αρχίσει να έχει υποψίες.

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (details, information: provide in writing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please fill in your name, address and email so we can get back to you.
Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας.

αντικαθιστώ

phrasal verb, intransitive (substitute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John had an emergency so I am filling in.
Του Τζον του έτυχε κάτι επείγον και τον αντικαθιστώ εγώ.

αντικαθιστώ

(informal (substitute for [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm filling in for my boss at the board meeting next week.
Θα αντικαταστήσω το αφεντικό μου στη συνεδρίαση του συμβουλίου την επόμενη βδομάδα.

ενημερώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (person: update)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to leave the meeting for a while, so we filled him in when he got back.
Έπρεπε να φύγει για λίγο από τη συνεδρίαση, γι' αυτό τον ενημερώσαμε όταν επέστρεψε.

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (complete: a form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I am going to fill out an application for the job.
Θα συμπληρώσω μια αίτηση για τη δουλειά.

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

phrasal verb, intransitive (informal (put on weight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John was thin as a child but began to fill out when he reached 16.
Ο Τζον ήταν λεπτός όταν ήταν παιδί, αλλά όταν έφτασε στα 16 ξεκίνησε να παίρνει βάρος.

γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (make full)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fill up your cup before they stop serving tea.
Γέμισε το φλιτζάνι σου πριν σταματήσουν να σερβίρουν τσάι.

γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (petrol tank: fill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison filled up the petrol tank.
Η Άλισον γέμισε το ντεπόζιτο της βενζίνης.

βουρκώνω

phrasal verb, intransitive (UK, figurative, informal (become teary-eyed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Craig started filling up when someone mentioned his late wife.
Ο Κρεγκ άρχισε να βουρκώνει όταν κάποιος ανέφερε την αείμνηστη σύζυγό του.

τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω

verbal expression (eat until full)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everybody ate their fill at the buffet lunch.

ενημερώνω κπ για κτ

verbal expression (figurative, informal (person: update)

Andy filled me in on the latest developments.
Ο Άντι με ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

noun (informal (person: substitute)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The assistant coach will be the fill-in for the head coach who's ill tonight.
Ο βοηθός προπονητή θα είναι ο αντικαταστάτης του επικεφαλής προπονητή που είναι άρρωστος απόψε.

προσωρινός, πρόσκαιρος

adjective (informal (temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm afraid it's only a fill-in post we're offering you.
Φοβάμαι πως η θέση που σου προσφέρουμε είναι προσωρινή.

ποσοστό πλήρωσης ζήτησης

noun (business: level of demand met)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντικαθιστώ

verbal expression (figurative (replace [sb], perform [sb]'s role)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It will be hard to fill her shoes.

συμπεραίνω

verbal expression (UK, informal, figurative (make inferences)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώς

verbal expression (fill completely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She lifted the pitcher and filled his mug to overflowing.

γεμίζω κτ με κτ

verbal expression (make full of)

Brendan filled up my glass with wine.
Ο Μπρένταν γέμισε το ποτήρι μου με κρασί.

γεμίζω με βενζίνη

verbal expression (US, informal (petrol tank: fill) (ντεπόζιτο οχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω

transitive verb (amaze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gazing at the night sky never ceases to fill me with wonder.

γέμισμα

noun (act of filling to top)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jill took the car to the gas station for a fill-up.

ταιριάζω

verbal expression (exactly what's needed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρκετός

verbal expression (figurative, informal (reach your limit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do stop complaining--I've had my fill now!

παίρνω τη δόση μου

verbal expression (figurative, informal (have enough of [sth]) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He had his fill of conversation for the day and went home.

βαριέμαι, μπουχτίζω

verbal expression (figurative, informal (tire of doing [sth]) (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elaine has had her fill of tidying up after her flatmates.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fill

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.