Τι σημαίνει το filing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης filing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του filing στο Αγγλικά.

Η λέξη filing στο Αγγλικά σημαίνει αρχειοθέτηση, ρινίσματα, φάκελος, ράσπα, λίμα, αρχείο, αρχειοθετώ, τροχίζω, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, φάκελος, αρχείο, λίμα, σειρά, γραμμή, περπατώ σε σειρά, λιμάρω, υποβάλλω, καταθέτω, ερμάριο, τέλος κατάθεσης, σύστημα αρχείων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης filing

αρχειοθέτηση

noun (storage of documents)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brian stayed late at work to finish doing his filing.
Ο Μπράιαν έμεινε μέχρι αργά στη δουλειά για να ολοκληρώση την αρχειοθέτησή του.

ρινίσματα

plural noun (metal shavings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The floor of the machinist's garage was covered in filings.
Το πάτωμα του γκαράζ του μηχανικού ήταν καλυμμένο με ρινίσματα.

φάκελος

noun (folder for keeping information)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have a file that I keep all my telephone bills in.
Έχω ένα αρχείο κι εκεί φυλάω όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου.

ράσπα, λίμα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a file to smooth the corner of the wood.
Χρησιμοποίησε τη ράσπα (or: λίμα) για να εξομαλύνει τη γωνία του ξύλου.

αρχείο

noun (computer file)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you send me the file as an attachment in an email?
Μπορείς να μου στείλεις το αρχείο συνημμένο σε ένα email;

αρχειοθετώ

transitive verb (classify) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I file all my telephone bills together.
Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί.

τροχίζω

transitive verb (smooth with a file)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He filed the wood.
Τρόχισε το ξύλο.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

(register legally for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jeff's company failed and he was forced to file for bankruptcy.
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

φάκελος

noun (information, dossier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police pulled out the file on the fugitive to see if they could learn anything about him.

αρχείο

noun (set of papers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The reporter looked through the file of old newspapers.

λίμα

noun (nail file)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She used a file to smooth her fingernails.

σειρά, γραμμή

noun (line, array)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please walk in single file for safety.

περπατώ σε σειρά

intransitive verb (walk in line)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students obediently filed into the classroom one by one.

λιμάρω

transitive verb (smooth with a nail file) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She filed her nails.

υποβάλλω, καταθέτω

transitive verb (law, complaint) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The worker filed a formal complaint against his company.

ερμάριο

noun (office: tall set of drawers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The filing cabinet contains all the personnel files.
Το ερμάριο περιέχει όλα τα αρχεία του προσωπικού.

τέλος κατάθεσης

noun (administration charge)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα αρχείων

noun (way of organizing information)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The filing system is alphabetically arranged.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του filing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του filing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.