Τι σημαίνει το finish στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης finish στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finish στο Αγγλικά.
Η λέξη finish στο Αγγλικά σημαίνει τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τερματίζω, τελειώνω, τελειώνω, τέρμα, τέλος, φινάλε, φινίρισμα, λεπτότητα, υλικό φινιρίσματος, φινίρω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, αποτελειώνω, αποτελειώνω, ξεκάνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, καταλήγω, γραµµή τερµατισµού, χωρίζω, τελειώνω με, από την αρχή μέχρι το τέλος, συνεχίζω επ'άπειρον, photo finish, φινίρισμα επιφάνειας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης finish
τελειώνωtransitive verb (task: complete) (έργο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He will finish the translation in the next 30 minutes. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. |
τελειώνωverbal expression (task: complete) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania finished cooking dinner and served it up. |
τελειώνωtransitive verb (use up, exhaust) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She finished the box of cereal and had to open another one. Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο. |
τερματίζωtransitive verb (race: reach end of) (σε αγώνα δρόμου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She finished the race in 35 minutes. Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά. |
τελειώνωintransitive verb (come to an end) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My class finishes at noon. Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι. |
τελειώνωintransitive verb (complete [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please finish so that we can leave. Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε. |
τέρμαnoun (end of a race) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She reached the finish first. Έφτασε πρώτη στο τέρμα. |
τέλοςnoun (end of a process) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm nearing the finish. I just have to write a conclusion. Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα. |
φινάλεnoun (decisive ending) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The home team beat the visiting team in a dramatic finish. Το φινάλε ήταν δραματικό και οι γηπεδούχοι νίκησαν τους φιλοξενούμενους. |
φινίρισμαnoun (surface coating) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The table looks good with the new cherry finish. Το τραπέζι φαίνεται ωραίο με το νέο φινίρισμα κερασιάς. |
λεπτότηταnoun (social polish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She got her finish from the Walton School for Girls. |
υλικό φινιρίσματοςnoun (surface coating material) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Did you buy another can of mahogany finish at the store? |
φινίρωtransitive verb (coat: an object) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Now that we have built the chair, we need to finish it with a cherry stain. |
εξευγενίζω, εκλεπτύνωtransitive verb (dated, formal (teach social graces to) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was sent to a school in Switzerland to be finished. |
τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνωphrasal verb, transitive, separable (complete, perfect) (κάτι που ήταν στη μέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finish off the report before you go home. Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι. |
τελειώνωphrasal verb, transitive, separable (informal (consume all of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John finished off his meal and then left the house. Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι. |
αποτελειώνω(informal (destroy, kill) (σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτελειώνω, ξεκάνωphrasal verb, transitive, separable (slang (destroy, kill) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνωphrasal verb, transitive, separable (informal (complete) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have to finish up my homework before going to the mall. |
τελειώνωphrasal verb, transitive, separable (informal (eat all of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You have to finish up your vegetables before having dessert. |
τελειώνωphrasal verb, intransitive (informal (complete [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's finish up and go home. |
καταλήγωphrasal verb, intransitive (UK, informal (arrive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γραµµή τερµατισµούnoun (race: end point) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Only twelve runners crossed the finishing line. |
χωρίζω(end relationship) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When he discovered his girlfriend had been unfaithful he finished with her. Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε. |
τελειώνω με(have no further need of) (χρήση) Have you finished with this newspaper? Τέλειωσες με την εφημερίδα; |
από την αρχή μέχρι το τέλοςadverb (all the way through) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He won the race, having been in the lead from start to finish. |
συνεχίζω επ'άπειρονintransitive verb (continue indefinitely) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
photo finishnoun (extremely close race result) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φινίρισμα επιφάνειαςnoun (texture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finish στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του finish
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.