Τι σημαίνει το financier στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης financier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του financier στο Γαλλικά.

Η λέξη financier στο Γαλλικά σημαίνει οικονομικός, χρηματοοικονομικός σύμβουλος, οικονομικός, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, χρηματικός, παντεσπάνι, με υψηλό κόστος, διάσωση, εκβιάζω με την απειλή της εξαγοράς, οικονομικός αναλυτής, οικονομική υποστήριξη, οικονομική ενίσχυση, κυβερνητική υποστήριξη, άχρηστο αντικείμενο, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, οικονομικό κλίμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πιστωτικό ίδρυμα, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, χρηματική εγγύηση, σύμβουλος επενδύσεων, σύμβουλος επενδύσεων, που τρώει τα λεφτά, αντισυμβαλλόμενος σε συμφωνία αγοραπωλησίας προϊόντων που ακόμα δεν έχουν παραχθεί, οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός, οικονομικό έγκλημα, χορηγία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης financier

οικονομικός

adjectif (relatif à l'argent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était au bord de la faillite et avait besoin de conseils financiers de toute urgence.
Ήταν στα όρια της χρεωκοπίας και χρειαζόταν άμεσα οικονομικές συμβουλές.

χρηματοοικονομικός σύμβουλος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικονομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les professionnels de la finance ont connu une bonne année.

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

χρηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντεσπάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με υψηλό κόστος

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διάσωση

(οικονομική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le corps législatif a voté un renflouage (or: renflouement) de l'industrie bancaire en faillite.

εκβιάζω με την απειλή της εξαγοράς

nom masculin (επιχειρήσεις)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομικός αναλυτής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les analystes financiers n'ont pas prévu l'effondrement du marché.

οικονομική υποστήριξη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικονομική ενίσχυση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ses parents lui ont apporté un soutien financier lorsqu'il était à l'université.

κυβερνητική υποστήριξη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άχρηστο αντικείμενο

(figuré : grand bâtiment)

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

nom masculin

οικονομικό κλίμα

nom masculin

χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πιστωτικό ίδρυμα

nom masculin

οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση

nom masculin (οικονομία)

χρηματική εγγύηση

nom masculin

σύμβουλος επενδύσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σύμβουλος επενδύσεων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Mon conseiller financier n'arrête pas de vouloir obtenir un rendez-vous avec moi : il me harcèle !

που τρώει τα λεφτά

nom masculin (μτφ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a acheté une maison à bas prix qui s'est avérée un véritable gouffre financier.

αντισυμβαλλόμενος σε συμφωνία αγοραπωλησίας προϊόντων που ακόμα δεν έχουν παραχθεί

nom masculin (οικονομία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός

nom masculin

οικονομικό έγκλημα

nom masculin

χορηγία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grâce au soutien financier de beaucoup de mes bons amis, j'ai rassemblé 20 000€ pour la bonne cause.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του financier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του financier

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.