Τι σημαίνει το floored στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης floored στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του floored στο Αγγλικά.

Η λέξη floored στο Αγγλικά σημαίνει πάτωμα, δάπεδο, πάτωμα, δάπεδο, όροφος, φτιάχνω το πάτωμα, ρίχνω κάτω, είμαι κατάπληκτος, πάτος, κατώτερο όριο, χρηματιστήριο, πίστα, πίστα χορού, ισόγειο, που βρίσκεται στο ισόγειο, πρώτος όροφος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος, επικάλυψη δαπέδου, το σανιδώνω, λάμπα δαπέδου, φλορ μάνατζερ, floor manager, φλορ μάνατζερ, floor manager, χαλάκι, έδρα δαπέδου, κάτοψη, κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ, σιφόνι δαπέδου, αντικείμενα που μαζεύονται από το πάτωμα, πλακάκι, δασικός τάπητας, ισόγειο, τα χαμηλά, ισόγειος, τα χαμηλά, αρχή, ξύλινο δάπεδο, ξύλινο πάτωμα, παίρνω το λόγο, ισόγειο, κύριος όροφος, ημιώροφος, βυθός του ωκεανού, παρκέ, πάτωμα, πυελικό έδαφος, ελάχιστη τιμή, πρώτος όροφος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, δεύτερος όροφος, που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, εγκαταστάσεις παραγωγής, προσωπικό των εγκαταστάσεων παραγωγής, παίρνω τον λόγο, αλώνι, πάτωμα με πλακάκια, τελευταίος όροφος, αίθουσα συναλλαγών, εφέ αντανάκλασης νερού, ξύλινο πάτωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης floored

πάτωμα, δάπεδο

noun (indoor ground surface) (δωματίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He sweeps the floor of the room once a week.
Σκουπίζει το πάτωμα (or: δάπεδο) του δωματίου μια φορά την εβδομάδα.

πάτωμα, δάπεδο

noun (flooring: material structure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The floor was tiled.
Το πάτωμα είχε πλακάκια.

όροφος

noun (building: storey, level) (κτίριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I live on the first floor of my building.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα.

φτιάχνω το πάτωμα

transitive verb (install flooring in) (γενικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The workers are going to floor our bathroom today.
Οι εργάτες θα φτιάξουν σήμερα το πάτωμα του μπάνιου μας.

ρίχνω κάτω

transitive verb (knock down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The football player floored his opponent as he went for the ball.
Ο ποδοσφαιριστής έριξε κάτω τον αντίπαλό του ενώ πήγαινε να κλέψει την μπάλα.

είμαι κατάπληκτος

transitive verb (figurative, informal, often passive (stun)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was floored by the news that his boss had quit.
Έμεινε κατάπληκτος μαθαίνοντας ότι το αφεντικό του παραιτήθηκε.

πάτος

noun (bottom surface)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The floor of the box got wet from the water.
Ο πάτος του κουτιού βράχηκε από το νερό.

κατώτερο όριο

noun (figurative (lower limit)

The floor for the price variations was set at $10.

χρηματιστήριο

noun (figurative (stock exchange)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The floor was active with trading today and many people made money.

πίστα

noun (area of a venue intended for dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dance floor was so crowded we couldn't make a move without bumping into another couple.

πίστα χορού

noun (venue: area for dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισόγειο

noun (US (floor at ground level)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a one-storey ranch house so everything's on the first floor.

που βρίσκεται στο ισόγειο

noun as adjective (US (at ground level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our first-floor clinic is wheel-chair accessible.

πρώτος όροφος

noun (UK (floor above ground level)

For health reasons he always takes the stairs to the first floor rather than the lift.

που βρίσκεται στον πρώτο όροφο

noun as adjective (UK (at floor above ground level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

noun (machine for cleaning floors) (μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος

noun (substance used for cleaning floors) (απορρυπαντικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mix the floor cleaner with water before use.

επικάλυψη δαπέδου

noun (carpet, tiles, etc. covering the floor)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το σανιδώνω

verbal expression (slang (depress the accelerator) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the light turned green, he floored it and the car sped away.

λάμπα δαπέδου

noun (standing lamp)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φλορ μάνατζερ, floor manager

noun ([sb] directing production staff)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φλορ μάνατζερ, floor manager

noun (stage manager of TV show)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαλάκι

noun (small carpet or floor covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He wiped his shoes on the floor mat.

έδρα δαπέδου

(cars)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάτοψη

noun (outline of a room or storey)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The floor plan shows the internal layout of the property.

κατώτατη τιμή, ελάχιστη τιμή

noun (minimum cost)

Occasionally a government will mandate a floor price to protect industries from foreign competition.

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

noun (machine for cleaning floors) (μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ

noun (nightclub entertainment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σιφόνι δαπέδου

noun (drain in flooring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A floor sink in the mud room is handy for rinsing mops.
Ένα σιφόνι δαπέδου στο χωλ είναι βολικό για να στίβουμε τη σφουγγαρίστρα.

αντικείμενα που μαζεύονται από το πάτωμα

plural noun (debris swept from the floor)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Jungle by Sinclair tells how the meat packers used to dump the floor sweepings in the sausage vats.

πλακάκι

noun (slab: for flooring)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δασικός τάπητας

noun (ground layer of a forest)

ισόγειο

noun (UK (ground level of a building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Office buildings often have shops on the ground floor. The cafeteria is on the first floor, just off the lobby.
Τα κτίρια γραφείων συχνά έχουν μαγαζιά στο ισόγειο. Η καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο, ακριβώς έξω απ' την αίθουσα αναμονής.

τα χαμηλά

noun (US, figurative (entry-level job) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Harry started on the ground floor and worked his way up.
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και με τη δουλειά του ανέβηκε στην ιεραρχία.

ισόγειος

noun as adjective (storey: at ground level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brian lived in a ground-floor flat.
Ο Μπράιαν έμενε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα.

τα χαμηλά

noun as adjective (US, figurative (job: entry-level) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχή

noun (figurative (beginning of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξύλινο δάπεδο, ξύλινο πάτωμα

noun (solid timber flooring)

παίρνω το λόγο

verbal expression (have a turn to speak publicly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The chairman let him have the floor for ten minutes.

ισόγειο

noun (first floor of building)

κύριος όροφος

noun (floor of building used most often)

ημιώροφος

noun (intermediate level in a building)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The art gallery has a seating area on the mezzanine floor where you can look down over the exhibits.

βυθός του ωκεανού

noun (sea bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ocean floor is littered with the remains of shipwrecks.

παρκέ, πάτωμα

noun (flooring made of inlaid wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My sister recently had a parquet floor installed in her kitchen.

πυελικό έδαφος

noun (muscles beneath the pelvis)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελάχιστη τιμή

noun (minimum charge allowed for [sth])

πρώτος όροφος

noun (US (storey above ground level)

The fire was on the second floor of the building.

που βρίσκεται στον πρώτο όροφο

noun as adjective (US (at storey above ground level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερος όροφος

noun (UK (third storey of a building)

My offices are on the second floor.

που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο

noun as adjective (UK (on the third storey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαταστάσεις παραγωγής

noun (factory: production area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσωπικό των εγκαταστάσεων παραγωγής

noun (staff in production area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω τον λόγο

verbal expression (speak publicly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλώνι

noun (what grain is threshed against)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάτωμα με πλακάκια

noun (flooring made of slabs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tiled floors can be quite cold underfoot in winter.

τελευταίος όροφος

noun (highest storey of a building) (κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
From the top floor of the building you can see the whole city.

αίθουσα συναλλαγών

noun (stock exchange: room where trading is done) (σε χρηματιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They're saying on the trading floor that the stock market is going to crash. The trading floor at the New York Stock Exchange is a madhouse all day long.

εφέ αντανάκλασης νερού

noun (computer graphics: reflection effect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξύλινο πάτωμα

noun (floor boards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wooden floors, especially made of fine hard woods, are very popular again.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του floored στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του floored

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.