Τι σημαίνει το fonds στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fonds στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fonds στο Γαλλικά.

Η λέξη fonds στο Γαλλικά σημαίνει πάτος, φόντο, ρίζα, πηγή, περιεχόμενο, πίσω μέρος, φόντο, βυθός, ουσία, βυθός, πυθμένας, φόντο, πυρήνας, πάτος, πίσω μέρος, πυρήνας, καρδιά, χαρακτήρας, τήξη, μου κόβονται τα γόνατα, λιώνω, λιώνω, λιώνω, ξεπαγώνω, λιώνω, χύνω, μου κόβονται τα γόνατα, ταμείο, μετρητά, χρήματα, κεφάλαιο, αποθήκη, εταιρεία, εταιρία, απομακρυσμένος, πατώνω, στην εξοχή, βάζω πάτο, που λιώνει, ειλικρινής, ανυπόκριτος, σχολαστικά, διεξοδικά, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, ανθρακωρύχος, ξυλόβιδα, ουσιαστικά, φόντο, πιέζομαι, αβαθή, άτηκτος, τέρμα, ύφαλος, πλένω καλά, τρίβω καλά, τρυφερός, στοργικός, χωρίς βάση, χωρίς πάτο, επίπεδη βάρκα, κολλάω με κπ, κατά βάθος, γρήγορα, γοργά, σβέλτα, με πλήρη ισχύ, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, από αμνημονεύτων χρόνων, από καρδιάς, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, στην ουσία, στο πίσω μέρος, εντελώς μέσα, πίσω, στο πίσω μέρος, απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο, όσο δεν πάει άλλο, βασικά, ουσιαστικά, ολοταχώς, στη μέση του πουθενά, με μέγιστη ταχύτητα, εξ αρχής, γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου, βυθός, πυθμένας, βάρκα, διογκούμενο ρεύμα, πυθμένας, βυθός, παραπέτασμα, ψυχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fonds

πάτος

nom masculin (d'une boîte, de l'océan,...)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il a trouvé le jouet au fond de la boîte.
Βρήκε το παιχνίδι στο βάθος του κουτιού.

φόντο

nom masculin (Art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le portrait le représentait sur un fond gris et triste.
Το πορτραίτο τον απεικόνιζε σε μουντό, γκρι φόντο.

ρίζα, πηγή

(cause, origine) (μτφ: αιτία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Examinons le fond du problème.

περιεχόμενο

nom masculin (idées)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'article était bien structuré mais manquait de fond.
Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία.

πίσω μέρος

(d'une voiture, d'une maison)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je peux m'asseoir à l'arrière de la voiture et toi, à l'avant.

φόντο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'émission a été annulée sur fond de graves problèmes budgétaires.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επιχείρηση αναγκάστηκε να κλείσει στο φόντο της οικονομικής κρίσης.

βυθός

(Anatomie : de l'œil, de l'utérus,...)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je pense comprendre le fond de ton argument mais tu ne l'exprimes pas clairement.
Νομίζω ότι καταλαβαίνω το νόημα του επιχειρήματός σου, αλλά δεν το εκφράζεις πολύ καθαρά.

βυθός, πυθμένας

(mer, océan) (θάλλασσα, λίμνη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y avait du corail au fond de la mer.

φόντο

nom masculin (décor)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle a peint un arbre sur un fond bleu.

πυρήνας

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Au fond, c'est simple. C'est une question d'argent.

πάτος

nom masculin (d'un objet, d'un océan)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le fond de la boîte était mouillé.
Ο πάτος του κουτιού βράχηκε από το νερό.

πίσω μέρος

nom masculin (pantalon) (εκεί που είναι οι τσέπες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elle a déchiré le fond de son pantalon.

πυρήνας

(figuré : d'un débat) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le service clients est le cœur de l'entreprise.
Το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών είναι ο πυρήνας της εταιρείας.

καρδιά

(d'une salade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les cœurs de laitue sont délicieux avec de la vinaigrette.

χαρακτήρας

(d'une personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En apparence il semble dur, mais lorsqu'on apprend à le connaître, on se rend compte qu'il est d'un naturel agréable.

τήξη

(neige)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μου κόβονται τα γόνατα

(μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle fond à chaque fois qu'elle le voit.

λιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La glace a fondu lorsque le soleil est apparu.
Ο πάγος έλιωσε όταν βγήκε ο ήλιος.

λιώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maintenant que le printemps est arrivé, la neige commence à fondre.
Τώρα που ήρθε ο ανοιξιάτικος καιρός, το χιόνι αρχίζει και λιώνει.

λιώνω, ξεπαγώνω

verbe intransitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La glace va fondre au fur et à mesure que la température monte.

λιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randall est un ferronnier qui fond les métaux.

χύνω

verbe transitif (des métaux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le métal est fondu dans le fourneau.

μου κόβονται τα γόνατα

(figuré) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταμείο

(οργανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gouvernement mit en place un fonds à l'attention des orphelins.
Η κυβέρνηση δημιούργησε ένα κονδύλιο για τα ορφανά.

μετρητά, χρήματα

(άμεσα διαθέσιμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κεφάλαιο

nom masculin pluriel (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποθήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chambre d'amis est un entrepôt pour toutes sortes de choses que nous n'utilisons plus mais que nous ne voulons pas jeter.

εταιρεία, εταιρία

nom masculin (επενδύσεων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eric a investi son argent dans différents fonds d'investissement.
Ο Έρικ μοίρασε τα χρήματά του σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων.

απομακρυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πατώνω

(navire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le navire s'est échoué sur la barrière de corail.

στην εξοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω πάτο

locution verbale (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai presque fini la caisse ; il ne me reste plus qu'à y ajouter (or: poser) un fond.

που λιώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ours polaire est tombé à travers la glace fondante (or: qui fondait).
Η πολική αρκούδα έπεσε μέσα στον πάγο που έλιωνε.

ειλικρινής, ανυπόκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les étudiants ont dit un « merci » sincère à leur professeur.

σχολαστικά, διεξοδικά

(examiner)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Patricia a vérifié minutieusement tous les détails.
Η Πατρίτσια έλεγξε όλες τις λεπτομέρειες σχολαστικά.

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανθρακωρύχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξυλόβιδα

nom masculin (είδος βίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουσιαστικά

(στην ουσία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À part le coût, les deux propositions étaient fondamentalement les mêmes.

φόντο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le film a été tourné dans un studio avec des décors peints.
Το φιλμ γυρίστηκε σε ένα στούντιο με ζωγραφιστά φόντα.

πιέζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις.

αβαθή

nom masculin (eau peu profonde)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

άτηκτος

(qui ne peut pas être fondu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέρμα

(Navigation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bâbord toute ! Et veille à ce que tout se passe bien.

ύφαλος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le navire devait avancer prudemment afin d'éviter les hauts-fonds.

πλένω καλά, τρίβω καλά

τρυφερός, στοργικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kesley lança un sourire affectueux à son amie.

χωρίς βάση, χωρίς πάτο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίπεδη βάρκα

locution adjectivale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κολλάω με κπ

(μεταφορικά)

La fille n'avait d'yeux que pour le blond.

κατά βάθος

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle a l'air heureuse, mais au fond d'elle-même elle se sent très seule.
Φαίνεται χαρούμενη, αλλά κατά βάθος αισθάνεται μεγάλη μοναξιά.

γρήγορα, γοργά, σβέλτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με πλήρη ισχύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En son for intérieur, il savait que ce qu'il avait fait était mal.

από αμνημονεύτων χρόνων

(soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από καρδιάς

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μην λες ότι λυπάσαι επειδή στο είπα εγώ. Πες το από καρδιάς. Πες το σαν να το εννοείς, από καρδιάς.

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

(populaire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην ουσία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En substance, ce que tu dis est compréhensible, mais j'aimerais des explications plus détaillées.

στο πίσω μέρος

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος!

εντελώς μέσα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πίσω, στο πίσω μέρος

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous sommes allés au cinéma et nous nous sommes assis au fond.

απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On travaille comme des fous pour obtenir les meilleurs résultats.
Δουλεύουμε στο μέγιστο για να εξασφαλίσουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

όσο δεν πάει άλλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Έλενα το διασκέδασε όσο δεν πάει άλλο στο πάρτυ.

βασικά, ουσιαστικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ολοταχώς

(για ταχύτητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στη μέση του πουθενά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard vit au milieu de nulle part (or: au fin fond de nulle part).

με μέγιστη ταχύτητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le train roulait à toute vitesse quand l'accident a eu lieu.

εξ αρχής

γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου

interjection (fam) (μεταφορικά, καθομ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
- Ça te dit d'aller au concert ? - À fond, mec !

βυθός, πυθμένας

nom masculin (θαλάσσιος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le bateau se trouve au fond de la mer (or: dans le fond marin) à 200 mètres de la côte.
Η βάρκα βρίσκεται στον βυθό (or: πυθμένα), σε απόσταση 200 μέτρων από την ακτή.

βάρκα

(dirigée avec une perche)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διογκούμενο ρεύμα

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυθμένας, βυθός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραπέτασμα

nom féminin (πίσω μέρος της σκηνής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψυχή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand le musicien joue de son instrument, il exprime les sentiments du fond de son âme.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fonds στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fonds

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.