Τι σημαίνει το freak στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης freak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του freak στο Αγγλικά.

Η λέξη freak στο Αγγλικά σημαίνει φρικιό, τερατογένεση, κολλημένος, τρελαμένος, σπάνιος, φρικάρω, φρικάρω, φρικάρω, φρικάρω με κτ, φρικάρω, φρικάρω, φρικιό, θέλει να έχει τον έλεγχο, θέλει να ελέγχει τα πάντα, περίεργο ατύχημα, τέρας της φύσης, αφύσικο γεγονός, φρίκη, φρικάρω, έκθεση τεράτων, έκθεση τεράτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης freak

φρικιό

noun (informal, pejorative (person: appearance) (καθομ, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kids at school said Karen was a freak because she dressed differently from everyone else.
Τα παιδιά στο σχολείο έλεγαν ότι η Κάρεν ήταν φρικιό επειδή ντυνόταν διαφορετικά από όλους τους άλλους.

τερατογένεση

noun (pejorative when used for people ([sth] or [sb]: abnormal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The botanist explained how freaks like double-headed daisies sometimes occurred.
Ο βοτανολόγος εξήγησε πώς εμφανίζονται καμία φορά τερατογενέσεις, όπως μαργαρίτες με διπλό ανθό.

κολλημένος, τρελαμένος

noun (informal (person: excessive interest) (ανεπ, μτφ: με κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Josh is a science fiction freak; he knows more about the genre than anyone else.
Ο Τζος είναι κολλημένος με την επιστημονική φαντασία. Γνωρίζει περισσότερα για το είδος αυτό από κάθε άλλον.

σπάνιος

noun as adjective (rare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tornadoes are a freak occurrence in this part of the country.
Οι ανεμοστρόβιλοι είναι σπάνιο φαινόμενο σε αυτό το μέρος της χώρας.

φρικάρω

intransitive verb (slang (show terror) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul freaked when he saw something move in the dark.

φρικάρω

intransitive verb (slang (become extremely emotional) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim's mom freaked when he came home with a tattoo on his neck.

φρικάρω

phrasal verb, intransitive (slang (get angry) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I tell my parents I'm quitting school, they are going to freak out.
Όταν πω στους γονείς μου ότι θα παρατήσω το σχολείο, θα φρικάρουν.

φρικάρω με κτ

(slang (get angry about) (αργκό)

Dad freaked out about the mess which the kids had made in the kitchen.
Ο μπαμπάς φρίκαρε με την ακαταστασία που είχαν δημιουργήσει τα παιδιά στην κουζίνα.

φρικάρω

phrasal verb, intransitive (slang (be scared, upset) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tina freaked out when she saw the snake.
Η Τίνα φρίκαρε όταν είδε το φίδι.

φρικάρω

phrasal verb, transitive, separable (slang (disturb) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop looking at me like that! You're freaking me out!
Σταμάτα να με κοιτάς έτσι! Με τρομάζεις!

φρικιό

noun (performer with unusual qualities)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the olden days, disfigured people were often hired as circus freaks.

θέλει να έχει τον έλεγχο, θέλει να ελέγχει τα πάντα

noun (slang ([sb] dominating and perfectionist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother is a control freak when it comes to using the computer.

περίεργο ατύχημα

noun (accident: improbable)

He lost his big toe in a freak gardening accident.

τέρας της φύσης

noun (deformed person or animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A calf born with three legs is a freak of nature.

αφύσικο γεγονός

noun (unusual natural event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a freak of nature to get snow so close to the equator.

φρίκη

noun (mainly US, slang (fear, nerves) (αργκό: τρώω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel had a freakout when she looked at the exam paper; she ran out of the hall in tears.

φρικάρω

noun (slang (anger) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έκθεση τεράτων

noun (figurative (bizarre or exhibitionist display) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Did you see that talent show on the TV last night? What a freak show!
Είδες το σόου ταλέντων στην τηλεόραση χθες βράδυ; Τι έκθεση τεράτων!

έκθεση τεράτων

noun (dated (circus act featuring deformities) (τσίρκο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bearded women were a staple of the traditional freak show.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του freak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του freak

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.