Τι σημαίνει το fund στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fund στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fund στο Αγγλικά.

Η λέξη fund στο Αγγλικά σημαίνει ταμείο, εταιρεία, εταιρία, κεφάλαιο, χρηματοδοτώ, συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο, συγκέντρωση χρημάτων, που γίνεται με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, φιλανθρωπικό δείπνο, αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου, Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ΔΝΤ, αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτη, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εταιρεία επενδύσεων, συνταξιοδοτικό ταμείο, ταμείο συνταξιοδότησης, ασφαλιστικό ταμείο, αποταμιευτικός λογαριασμός, WWF. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fund

ταμείο

noun (money with purpose) (οργανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The government set up a fund for orphans.
Η κυβέρνηση δημιούργησε ένα κονδύλιο για τα ορφανά.

εταιρεία, εταιρία

noun (investments) (επενδύσεων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eric spread his money across several investment funds.
Ο Έρικ μοίρασε τα χρήματά του σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων.

κεφάλαιο

plural noun (money immediately available) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like to learn French, but I don't have the funds to pay for evening classes.

χρηματοδοτώ

transitive verb (provide money for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The special interest group funded the politician's campaign.
Η ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος χρηματοδότησε την καμπάνια του πολιτικού.

συλλογή πόρων για συγκεκριμένο σκοπό

noun (collection of money for a cause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

noun (initialism (finance: exchange-traded fund)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαπραγµατεύσιµο αµοιβαίο κεφάλαιο

noun (finance: investment package)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκέντρωση χρημάτων

noun (making money for a cause)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We rely on fundraising to keep our services going. Our fundraising has earned us $1000 for our charity.

που γίνεται με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων

adjective (making money for a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to a fundraising dinner tonight.

φιλανθρωπικό δείπνο

noun (charity banquet)

I need to sell as many tickets as possible for the charity's fundraising dinner.

αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου

noun (finance: type of investment) (οικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης

noun (initialism (agricultural organization)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ΔΝΤ

noun (initialism (International Monetary Fund) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The IMF often appears in the news because of their efforts to stabilize the world economy.

αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτη

noun (type of investment scheme)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

noun (UN financial organization)

The International Monetary Fund has just released the latest World Economic Outlook report.

εταιρεία επενδύσεων

noun (investment program) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνταξιοδοτικό ταμείο

noun (econ: retirement money)

ταμείο συνταξιοδότησης

noun (savings for later in life)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασφαλιστικό ταμείο

noun (income protection plan)

αποταμιευτικός λογαριασμός

noun (savings account for future)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had a nice trust fund so didn't have to work.

WWF

noun (initialism (World Wide Fund for Nature)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fund στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fund

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.