Τι σημαίνει το fucking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fucking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fucking στο Αγγλικά.

Η λέξη fucking στο Αγγλικά σημαίνει -, -, και πολύ, γαμημένος, γ@μημένος, γαμιέμαι, γαμάω, γαμώ, γαμάω, πηδάω, γαμώτο, γαμήσι, καλός στο κρεβάτι, ξεφτίλας, γαμάω κπ με κτ, βουτάω, σουφρώνω, μαμάω, απαυτώνω, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fucking

-

adverb (offensive, vulgar, slang (intensifier: totally, utterly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This film's fucking awful.
Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο.

-

adverb (offensive, vulgar, slang (intensifier: very) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He set this fucking huge dog on me!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

και πολύ

adjective (offensive, vulgar, slang (intensifier: complete, total)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I hate you! You're a fucking jerk!
Σε μισώ! Είσαι και πολύ μαλάκας!

γαμημένος

adjective (offensive, vulgar, slang (intensifier: damned) (χυδαίο, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
"Where are my fucking keys?!" Audrey screamed.

γ@μημένος

(vulgar, slang (fucking) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I hate you! You're a f***ing jerk! This film's f*cking awful.

γαμιέμαι

intransitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Do we have time to fuck before they get here?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γαμάω, γαμώ

transitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex with) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally murmured in Harry's ear that she'd really like him to fuck her.
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

γαμάω, πηδάω

transitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (put in difficult position) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They really fucked him in the new contract.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει).

γαμώτο

interjection (vulgar, offensive, slang (anger, annoyance) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh fuck! I've locked my keys in the car.
Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο.

γαμήσι

noun (vulgar, offensive, slang (act of sexual intercourse) (χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The couple met at home for a quick fuck during their lunch break.
Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος.

καλός στο κρεβάτι

noun (vulgar, offensive, slang (sexual partner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My new guy is a really good fuck.
Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι.

ξεφτίλας

noun (figurative, vulgar, offensive, slang (contemptible person) (προσβλητικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't stand him. He's such a fuck.
Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας.

γαμάω κπ με κτ

(vulgar, offensive, slang (insert [sth] into an orifice)

Julie likes her boyfriend to fuck her with a vibrator.
Η Τζούλη θέλει ο γκόμενός της να τη σκίζει με έναν δονητή.

βουτάω, σουφρώνω

transitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (defraud) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fucked me out of a hundred dollars.
Μου σούφρωσε εκατό δολάρια.

μαμάω, απαυτώνω

(figurative, vulgar, slang (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
F**k it, this film's boring; let's watch something else.

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

interjection (vulgar, offensive, slang (expressing disdain) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fucking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fucking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.