Τι σημαίνει το fucked στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fucked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fucked στο Αγγλικά.
Η λέξη fucked στο Αγγλικά σημαίνει τα παίζω, τα φτύνω, τη γάμησα, τη μάμησα, γαμιέμαι, γαμάω, γαμώ, γαμάω, πηδάω, γαμώτο, γαμήσι, καλός στο κρεβάτι, ξεφτίλας, γαμάω κπ με κτ, βουτάω, σουφρώνω, μαμάω, απαυτώνω, που γαμήθηκε, που γαμήθηκε, που γαμήθηκε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fucked
τα παίζω, τα φτύνωadjective (figurative, vulgar, offensive, slang (broken) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This TV is fucked. Η τηλεόραση γαμήθηκε. |
τη γάμησαadjective (figurative, vulgar, offensive, slang (at a disadvantage) (χυδαίο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If they don't corroborate your story, you're fucked. Αν δεν επιβεβαιώσουν την ιστορία σου, την πάτησες. |
τη μάμησαadjective (figurative, vulgar, slang (fucked) (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The TV's f*cked again. The boss found out what we did, so now we're all f***ed. |
γαμιέμαιintransitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex) (χυδαίο: με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Do we have time to fuck before they get here? Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν; |
γαμάω, γαμώtransitive verb (vulgar, offensive, slang (have sex with) (χυδαίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally murmured in Harry's ear that she'd really like him to fuck her. Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει. |
γαμάω, πηδάωtransitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (put in difficult position) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They really fucked him in the new contract. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει). |
γαμώτοinterjection (vulgar, offensive, slang (anger, annoyance) (υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Oh fuck! I've locked my keys in the car. Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο. |
γαμήσιnoun (vulgar, offensive, slang (act of sexual intercourse) (χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The couple met at home for a quick fuck during their lunch break. Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος. |
καλός στο κρεβάτιnoun (vulgar, offensive, slang (sexual partner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My new guy is a really good fuck. Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι. |
ξεφτίλαςnoun (figurative, vulgar, offensive, slang (contemptible person) (προσβλητικό, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I can't stand him. He's such a fuck. Δεν τον αντέχω. Είναι σκέτος ξεφτίλας. |
γαμάω κπ με κτ(vulgar, offensive, slang (insert [sth] into an orifice) Julie likes her boyfriend to fuck her with a vibrator. Η Τζούλη θέλει ο γκόμενός της να τη σκίζει με έναν δονητή. |
βουτάω, σουφρώνωtransitive verb (figurative, vulgar, offensive, slang (defraud) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He fucked me out of a hundred dollars. Μου σούφρωσε εκατό δολάρια. |
μαμάω, απαυτώνω(figurative, vulgar, slang (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) F**k it, this film's boring; let's watch something else. |
που γαμήθηκεadjective (vulgar, offensive, slang (ruined, botched) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I loaned her my bicycle and when she returned it, it was completely fucked up. Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο. |
που γαμήθηκεadjective (vulgar, offensive, slang (inappropriate, wrong) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) That was a really fucked-up thing you did. Αυτό που έκανες ήταν και πολύ μαλακία. |
που γαμήθηκεadjective (vulgar, offensive, slang (psychologically damaged) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I'm not getting involved with a fucked-up guy like that again! Δεν θα συναναστραφώ ξανά με ένα τύπο που γαμήθηκε έτσι! |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fucked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fucked
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.