Τι σημαίνει το fuss στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuss στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuss στο Αγγλικά.

Η λέξη fuss στο Αγγλικά σημαίνει ντόρος, χαμός, σαματάς, φασαρία, φασαρία, φασαρία, κλαίω, κάνω φασαρία, ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, προσέχω υπερβολικά, κάνω φασαρία, το κάνω θέμα, δίνω σημασία σε κπ, ενθουσιάζομαι, χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuss

ντόρος, χαμός, σαματάς

noun (uncountable (concern, attention) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I didn't like that film at all; I can't see what all the fuss was about.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η ταινία. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε τόσος ντόρος.

φασαρία

noun (always singular (complaints)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a fuss about the bill when the diners saw they had been charged for drinks they hadn't ordered.
Έγινε φασαρία για τον λογαριασμό όταν οι πελάτες είδαν ότι χρεώθηκαν για ποτά που δεν είχαν παραγγείλει.

φασαρία

noun (uncountable (difficulty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Getting everything organized for the family holiday was a lot of fuss, but Janet managed to do it in the end.
Το να οργανώσει τα πάντα για τις οικογενειακές διακοπές ήταν μεγάλος μπελάς, όμως η Τζάνετ τελικά τα κατάφερε.

φασαρία

noun (big event) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan didn't like it when people create a big fuss about his birthday.
Στον μπαμπά δεν άρεσε να γίνεται μεγάλος ντόρος για τα γενέθλιά του.

κλαίω

intransitive verb (baby, child: be fretful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Erin got only an hour of sleep before the baby began to fuss.

κάνω φασαρία

intransitive verb (informal (complain, be a nuisance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alan told the kids he knew they were hungry, but it would take him longer to make lunch if they kept fussing all the time.

ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (fret trivially about)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't fuss over things that you can't control.

προσέχω υπερβολικά

phrasal verb, transitive, inseparable (be overly attentive to) (κατά λέξη: κπ/κτ)

The little boy's mother fussed over him when he hurt himself.

κάνω φασαρία

verbal expression (informal (complain about [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the customers was making a fuss at the teller's counter.
Κάποιος απ' τους πελάτες έκανε φασαρία στον γκισέ του ταμία.

το κάνω θέμα

verbal expression (informal (fret over trivial things) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oh, it's only a grazed knee – stop making a fuss!
Ένα γδαρμένο γόνατο είναι όλο κι όλο, σταμάτα να το κάνεις θέμα!

δίνω σημασία σε κπ

verbal expression (informal (pay a lot of attention to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boss brought his dog to work yesterday and everyone made a fuss of it.
Εχτές, το αφεντικό έφερε το σκυλί του στη δουλειά και όλοι ασχολούνταν μ' αυτό.

ενθουσιάζομαι

verbal expression (informal (show great admiration for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nina got engaged yesterday! All the women in the office were making a fuss over her ring.
Η Νίνα αρραβωνιάστηκε χθες! Όλες οι γυναίκες στο γραφείο το παράκαναν μιλώντας για το δαχτυλίδι της.

χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίες

adverb (informal (in straightforward way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
And then, without any fuss, he grabbed the document and signed it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuss στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fuss

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.