Τι σημαίνει το grooming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grooming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grooming στο Αγγλικά.

Η λέξη grooming στο Αγγλικά σημαίνει χτένισμα, βούρτσισμα, περιποίηση, αποπλάνηση, προετοιμασία, καθαρίζομαι, καθαρίζομαι, βουρτσίζω, χτενίζω, περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω, καλλωπίζομαι, προετοιμάζω, προετοιμάζω, προσεγγίζω, γαμπρός, ιπποκόμος, προσωπική περιποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grooming

χτένισμα, βούρτσισμα

noun (horse, dog: brushing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Grooming is important to learn to do well if you're going to own a horse.
Είναι σημαντικό να μάθεις να κάνεις καλά το βούρτσισμα αν πρόκειται να αποκτήσεις άλογο.

περιποίηση

noun (personal care)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grooming is important if you work in the hotel industry.

αποπλάνηση

noun (preying sexually on a child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The paedophile was arrested for child grooming.
Ο παιδόφιλος συνελήφθη για αποπλάνηση ανηλίκου.

προετοιμασία

noun (preparation for [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The years of grooming were finally going to pay off, and Jim was going to get promoted.

καθαρίζομαι

intransitive verb (animal: clean its hair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My cat spends half his time grooming, and the other half sleeping.
Η γάτα μου περνάει τον μισό της χρόνο με το να καθαρίζεται και τον άλλο μισό με το να κοιμάται.

καθαρίζομαι

transitive verb and reflexive pronoun (animal: clean its hair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ape groomed itself.
Ο πίθηκος ξεψειριζόταν.

βουρτσίζω, χτενίζω

transitive verb (clean an animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stable worker groomed the horse after her ride.
Ο σταβλίτης ξύστρισε το άλογο μετά τη βόλτα της.

περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω

transitive verb (person: brush hair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
While Fred groomed his beard, Jane got dressed.
Όσο ο Φρεντ περιποείτο τα γένια του η Τζέιν ντυνόταν.

καλλωπίζομαι

transitive verb and reflexive pronoun (person: make yourself neat)

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)
My brother spends hours grooming himself before a date.
Ο αδερφός μου καλλωπίζεται με τις ώρες πριν από τα ραντεβού του.

προετοιμάζω

transitive verb (figurative (prepare: [sb] for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The university groomed their top students to become rich and powerful.
Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί.

προετοιμάζω

(figurative (prepare: [sb] for [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager groomed Jeff for the sales position.
Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις.

προσεγγίζω

transitive verb (figurative (pedophile: sexually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The offender had been grooming children online.

γαμπρός

noun (bridegroom: man on his wedding day)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The groom stood at the front of the aisle, waiting for his bride.

ιπποκόμος

noun (stable worker)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Elise worked at the stables as a groom in exchange for riding lessons.

προσωπική περιποίηση

noun (care of appearance)

Felix's mother always reminded him that personal grooming is very important.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grooming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grooming

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.