Τι σημαίνει το growth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης growth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του growth στο Αγγλικά.

Η λέξη growth στο Αγγλικά σημαίνει ανάπτυξη, ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη, όγκος, γένια, συστάδα, αύξηση, αθροιστική ανάπτυξη, οικονομική ανάπτυξη, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, θάλαμος ανάπτυξης, πρόβλεψη ανάπτυξης, αυξητική ορμόνη, δυνατότητα ανάπτυξης, ρυθμός ανάπτυξης, άλμα ανάπτυξης, πληθυσμιακή αύξηση, αύξηση εσόδων, δακτύλιος, προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη, σταθερή ανάπτυξη, καθυστέρηση ανάπτυξης, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης growth

ανάπτυξη

noun (process of growing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A child's growth usually stops in his late teens.
Η ανάπτυξη του παιδιού συνήθως σταματά κοντά στα 20 του χρόνια.

ανάπτυξη

noun (development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bobby's emotional growth this past year has been outstanding.
Η συναισθηματική ανάπτυξη του Μπόμπυ τον τελευταίο χρόνο ήταν εντυπωσιακή.

εξέλιξη, ανάπτυξη

noun (enlargement: non-physical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The organisers of the music festival were surprised by its growth, year after year.
Οι οργανωτές έμειναν έκπληκτοι με την εξέλιξη που σημείωνε το μουσικό φεστιβάλ χρόνο με το χρόνο.

ανάπτυξη

noun (economy: development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government here tries to control growth so that it happens steadily.

όγκος

noun (tumour)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The doctors found a growth in his lungs.

γένια

noun (facial hair)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He had not been shaving, and had three days' growth on his face.

συστάδα

noun (plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a growth of bushes by the river.

αύξηση

noun (increase: in quantity or profits)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company has reported a growth in profits.

αθροιστική ανάπτυξη

noun (investing: interest on interest)

The idea of earning interest on your interest is the appeal of compound growth.

οικονομική ανάπτυξη

noun (production increase, development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The world's economic growth is currently sluggish.

παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη

noun (worldwide financial development)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θάλαμος ανάπτυξης

noun (laboratory room for plants)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The growth chamber is located in the greenhouse itself.

πρόβλεψη ανάπτυξης

noun (prediction of economic development)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυξητική ορμόνη

noun (biology)

δυνατότητα ανάπτυξης

noun (capability of expanding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The stock market favors companies with higher growth potential.

ρυθμός ανάπτυξης

noun (increase per unit)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άλμα ανάπτυξης

noun (sudden increase in size)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πληθυσμιακή αύξηση

noun (uncountable (increase in number of inhabitants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a housing shortage due to rapid population growth in the area.

αύξηση εσόδων

noun (increase in income from sales)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δακτύλιος

noun (tree: growth circle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Old trees have many rings.

προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη

noun (personal development)

σταθερή ανάπτυξη

noun (economy: regular rate of development)

καθυστέρηση ανάπτυξης

noun (restricted physical development)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωση

noun (proliferation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cancer is an uncontrolled growth of abnormal cells.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του growth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του growth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.