Τι σημαίνει το hauteur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hauteur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hauteur στο Γαλλικά.

Η λέξη hauteur στο Γαλλικά σημαίνει ύψος, ύψος, ύψος, τόνος, ύψος, αλαζονεία, υπεροψία, ύψος, χώρος πάνω από το κεφάλι, ύψωμα, επίπεδο, ύψος, το γεγονός ότι είμαι ψηλά, υψόμετρο, υψόμετρο, ύψος, ύψος, υψομετρική διαφορά, ελεύθερο ύψος, χώρος, τσοντάρω, είμαι ίσος, είμαι ίδιος, χαμηλότερος από τις απαιτήσεις, ικανός, μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους, στο ύψος της μέσης, ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ, δίπλα σε κπ/κτ, ποσό ύψους, βροχόπτωση, χαμηλό ύψος, χαμηλό επίπεδο, άλμα εις ύψος, άλτης εις ύψος, χαμηλό μέγιστο ύψος, ύψος γραμμής, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, άξιος, αντάξιος, αξιέπαινος, ικανός για κτ, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, δεν αντέχω, δεν στέκω, ικανοποιώ τις προσδοκίες, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες, δεν είμαι ισάξιος με κπ, είμαι αρκετά καλός, ανταποκρίνομαι σε κτ, έξω από τα κυβικά μου, διαστάσεις γραμμωτού κώδικα, ικανός, δίπλα σε, δεν επαρκώ, ανταποκρίνομαι σε κτ, βιδώνω, δίπλα σε κπ/κτ, λογαριάζω, υπολογίζω, είμαι ισάξιος, αναποκρίνομαι σε, είμαι ισάξιος, ψηλός, έως και, ισιώνω, πιάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hauteur

ύψος

(d'un bâtiment,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De la base au sommet, la colonne a une hauteur de quatre mètres (or: fait quatre mètres de haut).
Από τη βάση ως την κορυφή η κολώνα έχει ύψος τέσσερα μέτρα. Ο Μπομπ φαίνεται πολύ ψηλός, πόσο ύψος έχει;

ύψος

nom féminin (dimension)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
« Je ne veux pas vous inquiéter », dit Bridget à son co-pilote, « mais nous perdons de la hauteur »
Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, είπε η Μπρίτζετ στον συγκυβερνήτη της, αλλά χάνουμε ύψος.

ύψος

nom féminin (altitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous pouvons voir tout Londres à cette hauteur.
Μπορούμε να δούμε ολόκληρο το Λονδίνο από αυτό το ύψος.

τόνος

(d'une musique,...)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les sirènes sont généralement d'un ton aigu.
Ο τόνος της σειρήνας είναι, συνήθως, διαπεραστικός.

ύψος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλαζονεία, υπεροψία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύψος

(situation) (ως απόλυτο μέγεθος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La hauteur de la plate-forme de l'orateur lui donne plus d'autorité.

χώρος πάνω από το κεφάλι

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ύψωμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les légères hauteurs parsèment la plaine où le magma a jailli.

επίπεδο, ύψος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À cette hauteur, tu devrais avoir une belle vue sur les montagnes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Από αυτό το επίπεδο (or: ύψος), θα πρέπει να έχει πολύ καλή θέα στα βουνά.

το γεγονός ότι είμαι ψηλά

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υψόμετρο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'altitude au sommet du col est de près de 3000 mètres.

υψόμετρο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ύψος

(ιδιότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je l'ai reconnu de loin à sa taille.

ύψος

(d'une personne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υψομετρική διαφορά

(montagne)

La piste de ski présente un dénivelé de cinq cents mètres.

ελεύθερο ύψος

Le dégagement du grenier est plutôt bas dans cette maison.
Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι.

χώρος

(σε ύψος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il n'y a pas assez d'espace sous le pont pour que puissent passer de gros camions.
Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά.

τσοντάρω

(familier : de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού.

είμαι ίσος, είμαι ίδιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαμηλότερος από τις απαιτήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Désolé, nous allons vous congédier. Votre travail n'est pas à la hauteur.

ικανός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beaucoup pensent que notre directeur n'est pas à la hauteur.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο διευθυντής μας δεν είναι ικανός.

μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους

στο ύψος της μέσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίπλα σε κπ/κτ

ποσό ύψους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont escroqué la société à hauteur de plusieurs centaines de milliers de Livres.
Εξαπάτησαν την εταιρεία σε ποσό ύψους εκατοντάδων χιλιάδων λιρών. Το καινούριο αμάξι του κόστισε το ποσό ύψους 30.000 δολαρίων.

βροχόπτωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On s'attend à une hauteur de précipitations de cinq centimètres d'ici demain matin.
Δυο ίντσες βροχόπτωσης αναμένονται μέχρι το πρωί.

χαμηλό ύψος, χαμηλό επίπεδο

nom masculin

άλμα εις ύψος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La Grande-Bretagne a gagné la médaille d'or en saut en hauteur.

άλτης εις ύψος

(Sports : athlète)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλό μέγιστο ύψος

nom féminin (signalisation routière)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il savait bien que son camion fait 4 mètres 20, mais il a bêtement ignoré le panneau indiquant une hauteur limitée de 4 mètres.

ύψος γραμμής

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a essayé mais il n'a pas été à la hauteur (du défi).

άξιος, αντάξιος, αξιέπαινος

préposition

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a toujours été à la hauteur de notre confiance.

ικανός για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Êtes-vous sûr d'être à la hauteur pour ce travail ?
Είσαι σίγουρος ότι είσαι ικανός για αυτή τη δουλειά;

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αντέχω, δεν στέκω

(familier : affirmation, objet) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανοποιώ τις προσδοκίες

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je crains de ne jamais être à la hauteur des attentes de mes parents.

ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Espérons que le nouveau joueur sera à la hauteur et marquera quelques buts.

δεν είμαι ισάξιος με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αρκετά καλός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il ne sera jamais à la hauteur : nous ferions mieux de le licencier maintenant.

ανταποκρίνομαι σε κτ

Elle s'efforçait d'être à la hauteur de ses idéaux.
Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της.

έξω από τα κυβικά μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαστάσεις γραμμωτού κώδικα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανός

(suffisamment bon pour [qch])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est fort, et de taille à faire ce travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ελπίζω να αποδειχθεί αντάξιος της εμπιστοσύνης μου.

δίπλα σε

À côté de la chaussée, un homme vendait des cacahouètes.
Δίπλα στον δρόμο ένας άνδρας πουλούσε φιστίκια.

δεν επαρκώ

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La quantité d'eau dans le réservoir n'est pas à la hauteur de nos objectifs cette année.
Η ποσότητα του νερού στη δεξαμενή υπολείπεται σε σχέση με τους φετινούς στόχους μας.

ανταποκρίνομαι σε κτ

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Roger a prouvé qu'il était à la hauteur des exigences du travail.
Ο Ρότζερς έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς.

βιδώνω

verbe transitif (ανάλογα με την περίσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίπλα σε κπ/κτ

λογαριάζω, υπολογίζω

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες;

είμαι ισάξιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αναποκρίνομαι σε

locution verbale (d'une attente, d'une espérance) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il avait beau faire, il n'était jamais à la hauteur des espérances de son père.
'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του.

είμαι ισάξιος

(με κπ/κτ ή με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ψηλός

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le coup en hauteur alla au-dessus du but.

έως και

(λόγιο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le juge a averti le prisonnier qu'il encourait une peine de prison allant jusqu'à dix ans.
Ο δικαστής προειδοποίησε τον φυλακισμένο ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και δέκα χρόνια.

ισιώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Justine plaça les trois cadres de photo au même niveau (or: à la même hauteur).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ίσιωσε τις τρεις κορνίζες.

πιάνω

(τα μαλλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hauteur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του hauteur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.