Τι σημαίνει το heure στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης heure στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heure στο Γαλλικά.
Η λέξη heure στο Γαλλικά σημαίνει ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, η ώρα, ώρα της ημέρας, γρήγορος, γοργός, ακριβώς, ακριβώς, σε λιγάκι, σε λίγο, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, μέχρι τώρα, ως τώρα, μισάωρο, μισή ώρα, Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα, μισή ώρα, ανά, κατά, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, πότε, αναχωρήσεις, νωρίς, πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, κάθε ώρα, στην ώρα μου, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πριν, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, νωρίς το πρωί, μέχρι αυτή την ώρα, από την μία ώρα στην επόμενη, σε λιγάκι, στις μέρες μας, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, σε συγκεκριμένη ώρα, οποιαδήποτε ώρα, τι ώρα;, Τι ώρα είναι;, Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, αυτή τη στιγμή, στις ακριβώς, τέλος χρόνου, Τα λέμε!, Τα λέμε!, ώρα για ύπνο, ώρα φαγητού, ώρα Γκρίνουιτς, ώρα για απογευματινό τσάι, αναμενόμενος χρόνος άφιξης, ώρα φαγητού, ώρα έναρξης, βραδινό, δείπνο, η ώρα που κλείνει, ώρα Γκρίνουιτς, τοπική ώρα, ζώνη ώρας Mountain Time, η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα, πρωινό, θερινή ώρα, διάλειμμα για μεσημεριανό, μίλι ανά ώρα, τέταρτο, αλλαγή ώρας, Ανατολική Ζώνη Ώρας, ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού, ώρα αιχμής, ώρα για μπάνιο, ώρα αναχώρησης, Ανατολική Ζώνη ώρας, ωρομίσθιος, ωρομίσθιο, χρυσή ώρα, Χειμερινή Ώρα Ειρηνικού, ώρα αιχμής, δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδος, διάλειμμα για καφέ, χιλιόμετρα ανά ώρα, κεντρική χειμερινή ώρα, BST, Θερινή Ώρα Βρετανίας, θερινή ώρα, εκτιμώμενη ώρα άφιξης, αναμενόμενη ώρα αναχώρησης, τυπική ορεινή ώρα, επίσημη ώρα, πρότυπη ώρα, αίθουσα μελέτης, θερινή ώρα, θερινή ώρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης heure
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut compter deux heures pour arriver jusqu'ici. Παίρνει δυόμισι ώρες με αυτοκίνητο να πάει κανείς εκεί. |
ώραnom féminin (horloge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle heure est-il ? Il est 3 heures 20. Τι ώρα είναι; Είναι 3:20. |
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'heure de la mort fut enregistrée à 6 h 38 du matin. Ως ώρα θανάτου αναφέρθηκε η 6:30 πρωινή. |
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À quelle heure doit-il arriver ? Τι ώρα τον περιμένεις να έρθει; |
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En général, elle passe son heure de déjeuner dans la salle de sport. Συνήθως την ώρα του μεσημεριανού της είναι στο γυμναστήριο. |
ώρα(occasion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est l'heure de faire la fête ! Mettons nos chaussures ! Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού! |
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous sommes à l'heure d'été maintenant. |
ώραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hôtel est à deux heures d'ici en voiture. |
η ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Viens ici à six heures précises. Έλα εδώ στις έξι η ώρα ακριβώς. |
ώρα της ημέραςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γρήγορος, γοργός(histoire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les règles doivent être définies précisément. |
ακριβώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε λιγάκι, σε λίγο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mets la table, s'il te plait, le repas sera bientôt prêt. |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce modèle de voiture n'est pas disponible actuellement. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
μέχρι τώρα, ως τώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les invités devraient être arrivés maintenant : le dîner va refroidir. Οι καλεσμένοι θα έπρεπε να έχουν έλθει ως τώρα. Τo φαγητό κρυώνει. |
μισάωροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai couru une bonne demi-heure. // Ça ne me prend qu'une demi-heure pour me préparer le matin. |
μισή ώραnom féminin Il ne me faut qu'une demi-heure pour me préparer le matin. |
Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα(Can, anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μισή ώραnom féminin J'ai roulé pendant une demi-heure. |
ανά, κατά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα. |
πηγαίνω μπροστά, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quand veux-tu partir ? Πότε μπορείς να φύγεις; |
αναχωρήσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) À son arrivée à l'aéroport, Karen jeta un œil aux départs. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο η Κάρεν κοίταξε τη λίστα των αναχωρήσεων. |
νωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le journal arrive tôt le matin. Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί. |
πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσωverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάθε ώραlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στην ώρα μουlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) M. Jones est toujours à l'heure et arrive à 9 h 00 précises. // Si tu veux le boulot, tu ferais mieux d'arriver à l'heure pour l'entretien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κύριος Τζόουνς είναι πάντα στην ώρα του και φτάνει στις 9.00 ακριβώς. Εάν θέλεις την δουλειά, καλύτερα να είσαι στην ώρα σου για την συνέντευξη. |
πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, από πρινlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut moins d'une heure pour aller de Séville à Madrid en avion. |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νωρίς το πρωίadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma grand-mère avait l'habitude de se lever de bonne heure. |
μέχρι αυτή την ώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Normalement, je suis couché à cette heure-là. À cette heure-ci, tu devrais avoir fini d'étudier pour l'examen. Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα. |
από την μία ώρα στην επόμενηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε λιγάκι(ΗΒ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis en train de dîner, mais je te rappellerai dans un moment. |
στις μέρες μας
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Οι καιροί είναι δύσκολοι τη σήμερον ημέρα. |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À l'heure qu'il est, on ne sait toujours pas ce qui s'est passé. |
σε συγκεκριμένη ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux programmer le chauffage automatique pour qu'il se déclenche à une heure donnée. Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα. |
οποιαδήποτε ώραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τι ώρα;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand te couches-tu ? Quand veux-tu partir ? Τι ώρα θα πας για ύπνο; Τι ώρα θες να φύγεις; |
Τι ώρα είναι;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτή τη στιγμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στις ακριβώς(ex : à 8 h, à 9 h...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέλος χρόνου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est l'heure : posez vos stylos et rendez vos copies... |
Τα λέμε!(καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε!(plus proche, plus sûr) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ώρα για ύπνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants, c'est l'heure d'aller se coucher ! Brossez-vous les dents et enfilez vos pyjamas. |
ώρα φαγητού(France) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η ώρα του φαγητού στο ράντζο είναι στις έξι ακριβώς κάθε βράδυ. |
ώρα Γκρίνουιτςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρα για απογευματινό τσάι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμενόμενος χρόνος άφιξηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ώρα φαγητούnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ώρα έναρξης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βραδινό, δείπνοnom masculin (France) (μτφ: ως ώρα της ημέρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η ώρα που κλείνειnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'heure de fermeture de la plupart des magasins du centre-ville est entre 17 h et 20 h. |
ώρα Γκρίνουιτςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τοπική ώραnom féminin L'avion devrait atterrir à 4 h du matin, heure locale. |
ζώνη ώρας Mountain Timenom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Charles est arrivé à Denver un peu après 11 heures à l'heure des Montagnes Rocheuses. |
η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματαnom féminin (figuré : minuit) (μεταφορικά: μεσάνυχτα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est l'heure du crime, nous devrions vraiment y aller. |
πρωινόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θερινή ώραnom féminin La plupart des pays passent à l'heure d'été en été, bien que la date du changement varie. |
διάλειμμα για μεσημεριανόnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je prends ma pause déjeuner entre midi et treize heures. |
μίλι ανά ώρα(συνήθως πληθυντικός: μίλια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La vitesse maximale autorisée sur les autoroutes britanniques est de 70 miles par heure, soit environ 110 km/h. Το όριο ταχύτητας στους Βρετανικούς αυτοκινητόδρομους είναι εβδομήντα μίλια ανά ώρα. Η αστυνομία με σταμάτησε γιατί πήγαινα με είκοσι μίλια ανά ώρα παραπάνω από το όριο ταχύτητας. |
τέταρτοnom masculin (της ώρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voilà un quart d'heure que je t'attends, tu pourrais prévenir de ton retard ! |
αλλαγή ώρας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À chaque automne a lieu le changement d'heure (or: On change d'heure chaque automne). |
Ανατολική Ζώνη Ώραςnom féminin (Can) (Αμερική, Καναδάς κλπ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανούnom féminin (France) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pourquoi faites-vous cette tête-là ? C'est bientôt l'heure du déjeuner ! Γιατί είστε όλοι τόσο σκυθρωποί; Σε λίγο είναι η ώρα για το μεσημεριανό! |
ώρα αιχμήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les rues de la ville sont complètement embouteillées à l'heure de pointe. Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής. |
ώρα για μπάνιοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ώρα αναχώρησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ανατολική Ζώνη ώρας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ωρομίσθιοςnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ωρομίσθιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσή ώραnom féminin (photographie, cinéma, fig) (φωτογραφία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Pendant un court moment que certains appellent l'heure magique, le soleil dégage une lumière dorée très chaude. |
Χειμερινή Ώρα Ειρηνικούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ώρα αιχμήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous sommes arrivés à l'heure de pointe et nous avons donc mis trois heures pour traverser Chicago au plus fort de la circulation. |
δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδοςnom masculin Après ce que j'ai fait, je sens que je vais passer un mauvais quart d'heure ! |
διάλειμμα για καφέ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χιλιόμετρα ανά ώραnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κεντρική χειμερινή ώραnom féminin (Can) (ζώνη ώρας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
BSTnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Θερινή Ώρα Βρετανίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερινή ώραnom féminin |
εκτιμώμενη ώρα άφιξηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναμενόμενη ώρα αναχώρησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τυπική ορεινή ώραnom féminin (ζώνη ώρας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίσημη ώρα, πρότυπη ώραnom féminin |
αίθουσα μελέτηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θερινή ώραnom féminin |
θερινή ώραnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heure στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του heure
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.