Τι σημαίνει το hausse στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hausse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hausse στο Γαλλικά.
Η λέξη hausse στο Γαλλικά σημαίνει ταλόν, εκτόξευση, εκτόξευση, κέρδος, αύξηση, άνοδος, αύξηση, βίδα, αύξηση, άνοδος, άυξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, υπόστρωμα, άνοδος, ανατίμηση, αύξηση, αύξηση, άνοδος, ανεβάζω, αυξάνω, στρώνω κτ από κάτω, αυξάνω, τμήμα πανοπλίας που κάλυπτε τον λαιμό, άλμα, ανοδικός, αυξανόμενος, της ανατίμησης, σε ανοδική πορεία, ανοδική τάση, θετική τάση στο χρηματιστήριο, αγορά με ανοδική τάση, απότομη αύξηση, ανοδική τάση, τιμές με ανοδική τάση, αυξανόμενα κέρδη, ανατιμητικός, ανοδικός, στα πάνω του, αυξανόμενος, που δείχνει ανοδικές τάσεις, προς τα πάνω, άνοδος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hausse
ταλόνnom féminin (Musique) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Un mécanisme dans la hausse permet au violoniste de détendre ou de tendre la mèche de l'archet. Ένας μηχανισμός μέσα στο ταλόν επιτρέπει στον βιολιστή να χαλαρώνει και να σφίγγει τη χορδή. |
εκτόξευσηnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le taux de crime a connu une hausse au cours de l'année dernière. |
εκτόξευσηnom féminin (des prix,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les troubles au Moyen-Orient ont causé une hausse des prix du pétrole. |
κέρδοςnom féminin (Finance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La hausse de la bourse l'enrichit. Το κέρδος από τη μετοχή τον έκανε πλούσιο. |
αύξηση, άνοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La hausse des prix a rendu difficile l'accès au logement. Η αύξηση (or: άνοδος) των τιμών καθιστά δύσκολη την αγορά ακινήτου. |
αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise a enregistré une hausse des profits. |
βίδαnom féminin (d'un archet) (δοξάρι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le professeur s'efforçait d'apprendre à Kim comment tenir la hausse de l'archet. |
αύξηση, άνοδοςnom féminin (prix) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La hausse du prix du gaz a mis tout le monde en colère. Η αύξηση (or: άνοδος) της τιμής της βενζίνης εξαγρίωσε τον κόσμο. |
άυξηση, άνοδοςnom féminin (valeur) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les propriétaires étaient heureux de la hausse (or: de l'augmentation) des valeurs immobilières. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών χάρηκαν με την αύξηση της αξίας των σπιτιών. |
αύξηση, άνοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les ouvriers de l'usine ont eu la bonne surprise de bénéficier d'une grosse augmentation le mois dernier. |
υπόστρωμα(sous une moquette) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les ouvriers ont d'abord placé une thibaude avant de poser le tapis dessus. |
άνοδος(augmentation) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu une amélioration progressive des valeurs boursières. |
ανατίμηση(Finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'art ancien chinois a connu une récente revalorisation sur le marché. Έγινε πρόσφατα ανατίμηση στην αξία των αρχαίων κινεζικών έργων τέχνης. |
αύξησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Récemment, l'entreprise a enregistré une hausse de ses ventes. Πρόσφατα, η εταιρεία παρατήρησε αύξηση στις πωλήσεις της. |
αύξηση, άνοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'augmentation des prix de 10 % a rendu toutes les marchandises trop chères. |
ανεβάζω, αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banque a augmenté les taux d'intérêt. |
στρώνω κτ από κάτω(sous une moquette) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Placer une thibaude sous un tapis le rendra plus durable. |
αυξάνω(les prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux augmenter (or: hausser) les prix, mais tu risques peut-être de perdre des ventes. Μπορείς να αυξήσεις την τιμή, αλλά ίσως κάνεις λιγότερες πωλήσεις. |
τμήμα πανοπλίας που κάλυπτε τον λαιμόnom masculin (pièce d'armure couvrant le col) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άλμα(figuré : des prix,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le bond du cours de l'action a surpris tout le monde, même les experts. Η ξαφνική άνοδος στις τιμές των μετοχών ξάφνιασε ακόμα και τους επαγγελματίες. |
ανοδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι υπεύθυνοι του σχολείου είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουν ότι οι βαθμοί των μαθητών δείχνουν ανοδική τάση. |
αυξανόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il y a un nombre croissant de chats dans le quartier. Υπάρχει αυξανόμενος αριθμός γατών σ' αυτή τη γειτονιά. |
της ανατίμησηςlocution adjectivale (οικονομικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε ανοδική πορείαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοδική τάσηnom féminin (χρηματιστήριο) |
θετική τάση στο χρηματιστήριοnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγορά με ανοδική τάσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous, les jeunes, vous ne vous rendez pas compte qu'un marché orienté à la hausse ne dure pas éternellement. |
απότομη αύξησηnom féminin |
ανοδική τάσηnom féminin |
τιμές με ανοδική τάσηnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αυξανόμενα κέρδηnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανατιμητικός, ανοδικός(bourse, économie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tout le monde aime investir sur un marché haussier. Όλοι θέλουν να επενδύσουν σε μια ανατιμητική χρηματιστηριακή αγορά. |
στα πάνω του(Finance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La bourse est à la hausse en ce moment. Το χρηματιστήριο είναι στα πάνω του αυτή τη στιγμή. |
αυξανόμενος(prix) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Οι λογαριασμοί κοινής ωφελείας που έχουν εκτοξευτεί έχουν κάνει πολλούς να ζορίζονται να τα βγάλουν πέρα. |
που δείχνει ανοδικές τάσειςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Plusieurs indicateurs d'un marché boursier en hausse encouragent l'investissement. Οι δείκτες που δείχνουν ανοδικές τάσεις στο χρηματιστήριο ενθαρρύνουν τις επενδύσεις. |
προς τα πάνωlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La traductrice a révisé son devis à la hausse lorsque le client lui a demandé du travail supplémentaire. |
άνοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locution verbale (Bourse) Le trader essaie de spéculer à la hausse dans cette société. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hausse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του hausse
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.