Τι σημαίνει το hâte στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hâte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hâte στο Γαλλικά.

Η λέξη hâte στο Γαλλικά σημαίνει βιασύνη, βιασύνη, βιασύνη, βιασύνη, επισπεύδω, αυξάνω, επιταχύνω, βιαστικά, αργά, βιαστικά, βιαστικά, γουστάρω, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, δεν κρατιέμαι, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, ενθουσιάζομαι για κτ, ανυπομονώ, βιάζομαι, γυρίζω γρήγορα, κάνω βιαστικά, ξεπετάω, πρόθυμος να κάνει κτ, έτοιμος να ξεκινήσω, πεθαίνω να κάνω κτ, περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι, επισπεύδω, επιταχύνω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ανυπομονώ, ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, ανυπομονώ, θέλω πολύ, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, βιαστικά, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, ξεκλέβω, σκέφτομαι το μέλλον, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hâte

βιασύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Justin était nerveux et sa hâte l'a mené à commettre de nombreuses erreurs.
Ο Τζάστιν είχε άγχος και η βιασύνη του τον οδήγησε σε πολλά λάθη.

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim ne voulait pas manquer son vol, d'où sa hâte pour aller à l'aéroport.
Ο Τζιμ δε θέλει να χάσει την πτήση του, εξ ου και η βιασύνη του να φτάσει στο αεροδρόμιο.

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On est pressé d'arriver à la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάνω στη φούρια του, ξέχασε τον θερμοσίφωνα αναμμένο.

επισπεύδω

(un processus, un départ,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ρέιτσελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα γενέθλιά της που πήγε για ύπνο από τις 8 για να επισπεύσει την άφιξη αυτής της ιδιαίτερης μέρας της.

αυξάνω

(την ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand tu conduis sur l'autoroute, tu dois accélérer.

επιταχύνω

(un processus, un départ,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορώ να επιταχύνω αυτή την εργασία. Θα πρέπει να είσαι υπομονετικός.

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αργά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il marchait lentement (or: tranquillement) et se sentait détendu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σπεύδε βραδέως.

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan s'est prononcé hâtivement et a offensé sa belle-mère.
Ο Νταν βιάστηκε να μιλήσει και προσέβαλε την πεθερά του.

βιαστικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On ne doit jamais prendre de décision importante à la hâte.

γουστάρω

(καθομ: επιθυμία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

όποιος βιάζεται σκοντάφτει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν κρατιέμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– À cette heure-ci la semaine prochaine, nous serons en vacances. – J'ai hâte !
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai vraiment hâte d'être à mon anniversaire ! Quelle journée pourrie : j'ai hâte qu'elle finisse !
Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει.

ενθουσιάζομαι για κτ

Les enfants ont hâte d'aller au zoo demain (or: sont tout excités à l'idée d'aller au zoo demain).

ανυπομονώ

(για κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai hâte que cette journée soit finie.

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω γρήγορα

verbe intransitif

κάνω βιαστικά, ξεπετάω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fait le ménage à la hâte pour pouvoir regarder le film de l'après-midi.

πρόθυμος να κάνει κτ

(συνήθως για καθήκον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte de vous montrer ma nouvelle maison.

έτοιμος να ξεκινήσω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω να κάνω κτ

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je meurs d'envie de revoir ma famille, après avoir passé un an à l'étranger.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Isabel est enthousiasmée par son nouveau travail ; elle a hâte de commencer.

επισπεύδω, επιταχύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chaque année, nous avons hâte de partir pour les vacances d'été.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

φτιάχνω κτ στα γρήγορα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανυπομονώ

(βιασύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir été cloîtré chez moi tout l'hiver, j'ai hâte que le printemps arrive.
Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.

ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony est très enthousiaste à l'idée de commencer l'université.
Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte de partir à la retraite.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

ανυπομονώ για κτ

On n'est que lundi mais j'attends déjà le week-end avec impatience.

ανυπομονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les fans fervents étaient impatients de rencontrer leur auteur favori.
Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα.

θέλω πολύ

locution verbale (να κάνω κάτι)

Il a vraiment hâte de venir te voir. J'ai vraiment hâte de démarrer ce projet.
Ανυπομονεί να έρθει να σε δει. Ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω το πρότζεκτ.

ανυπομονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai hâte que les vacances d'été commencent !
Ανυπομονώ να έρθουν οι διακοπές του καλοκαιριού!

δεν κρατιέμαι

(καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai hâte de te raconter le dernier potin sur Mandy !
Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ...

βιαστικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hanna a pris son manteau en toute hâte et s'est dirigée vers l'hôpital.

λαχταρώ, ποθώ

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lui tardait de rentrer chez lui auprès de sa famille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miriam avait hâte que Jake la prenne dans ses bras et lui dise qu'il l'aimait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει.

λαχταρώ, ποθώ

(de nourriture surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκλέβω

(sommeil) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après sa soirée en boîte, Adam a réussi à dormir quelques heures avant d'aller travailler.

σκέφτομαι το μέλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne sois pas impatient et apprécie ce qui t'arrive maintenant.

nom féminin (rapidité, empressement)

Dans sa hâte, il a fait tomber un vase.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hâte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.