Τι σημαίνει το hidden στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hidden στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hidden στο Αγγλικά.
Η λέξη hidden στο Αγγλικά σημαίνει κρυμμένος, κρυμμένος, κρυφός, κρύβω, κρύβω, αποκρύπτω, κρύβομαι, πετσί, τομάρι, τομάρι, κρύβω, κρύβω, κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος, κρυφή κάμερα, κρυφός κίνδυνος, κρυφή πτυχή, κρυφή χρέωση, κρυφό ελάττωμα, κρυφό νόημα, κρυφό ταλέντο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hidden
κρυμμένοςadjective ([sb] hid it) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Scott went out to look for hidden treasure. Ο Σκοτ βγήκε να ψάξει κρυμμένους θησαυρούς. |
κρυμμένοςadjective (not visible) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The sun was hidden behind the clouds. Ο ήλιος ήταν κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα. |
κρυφόςadjective (computers: file or field) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Laura had to dig up some hidden files and manually delete the virus to fix her computer. |
κρύβωtransitive verb (place out of view) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I hide the cakes from the children. Κρύβω τα γλυκά από τα παιδιά. |
κρύβω, αποκρύπτωtransitive verb (keep secret) (μυστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She hid her past from her husband. Έκρυψε (or: απέκρυψε) το παρελθόν της από τον άντρα της. |
κρύβομαιintransitive verb (place yourself out of view) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As children, we would hide from our parents. Ως παιδιά κρυβόμασταν από τους γονείς μας. |
πετσί, τομάριnoun (leather, skin) (δέρμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cow's hide will be sold as leather. Η δορά της αγελάδας θα πουληθεί ως δέρμα. |
τομάριnoun (life: save) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I started running from the tornado to save my hide. |
κρύβωtransitive verb (block) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Put down the blinds to hide the sun because it's hurting my eyes. |
κρύβωphrasal verb, transitive, separable (conceal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara kept her diary hidden so that her little sister wouldn't read it. |
κρυφός σκοπός, κρυφός στόχοςnoun (figurative, pejorative (secret aim) |
κρυφή κάμεραnoun (concealed video camera) A hidden camera caught the baby sitter abusing the child. |
κρυφός κίνδυνοςnoun (unsuspected risk) Diving into natural pools of water carries a hidden danger of hitting submerged rocks. |
κρυφή πτυχήnoun (figurative (unseen aspects of [sth]) Destruction of families is the hidden face of drugs. |
κρυφή χρέωσηnoun (concealed or indirect cost) Our travel insurance has no hidden fees, unlike others! |
κρυφό ελάττωμαnoun (concealed or unsuspected fault) |
κρυφό νόημαnoun (subtext) If you dissect the pun in that sentence, it carries an additional hidden meaning. |
κρυφό ταλέντοnoun (secret ability or skill) I didn't know you could draw so well, you're just full of hidden talent. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hidden στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hidden
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.