Τι σημαίνει το troubled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης troubled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του troubled στο Αγγλικά.

Η λέξη troubled στο Αγγλικά σημαίνει που αντιμετωπίζει προβλήματα, προβληματικός, ταραγμένος, δυσκολία, προβλήματα, φασαρία, κόπος, κόπος, ενοχλώ, προβληματίζομαι, πρόβλημα, μπελάς, εμφύλιος πόλεμος, ανησυχώ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, ταράζω, ταλαιπωρώ, ταραγμένα νερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης troubled

που αντιμετωπίζει προβλήματα

adjective (with personal problems)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Troubled teenagers often don't know who to talk to.

προβληματικός

adjective (beset by difficulties)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their building project has been troubled from the word go.
Οι εργασίες για την ανέγερση του κτηρίου ήταν προβληματικές από την πρώτη στιγμή.

ταραγμένος

adjective (area, country: beset by unrest)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It is hoped that this treaty will bring peace to the troubled region.

δυσκολία

noun (difficulty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was having trouble getting the key in the door.
Είχε πρόβλημα να βάλει το κλειδί στην πόρτα.

προβλήματα

plural noun (problems)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Francesca was telling me about all her troubles.

φασαρία

noun (disturbance) (θόρυβος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city closed the bar down because there was always trouble outside it.
Η πόλη έκλεισε το μπαρ επειδή πάντα γίνονταν φασαρίες απέξω.

κόπος

noun (cause of effort, exertion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This job is just too much trouble.
Αυτή η δουλειά παραείναι μεγάλος μπελάς.

κόπος

noun (effort)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Making your own clothing isn't worth the trouble.
Το να φτιάχνεις τα δικά σου ρούχα δεν αξίζει τον κόπο.

ενοχλώ

transitive verb (disturb, inconvenience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry to trouble you, but there is someone on the phone.
Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά κάποιος σας ζητάει στο τηλέφωνο.

προβληματίζομαι

transitive verb (worry) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was troubled by his spending habits.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εδώ και πολλά χρόνια με βασανίζει το θέμα του εγγονού μου - είναι μπλεγμένος με ναρκωτικά.

πρόβλημα

noun (improper functioning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This washing machine is always giving trouble.
Αυτό το πλυντήριο βγάζει συνεχώς προβήματα.

μπελάς

noun (informal (cause of problems)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Stay away from that boy - he's trouble.

εμφύλιος πόλεμος

plural noun (UK, Ire (political strife)

I lived in Belfast throughout the Troubles.

ανησυχώ

intransitive verb (worry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's alright, I'll do it - don't trouble.

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

(make an effort) (να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She didn't even trouble to tell me what had happened.

ταράζω

transitive verb (make waves in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She troubled the usually calm committee with her new ideas.

ταλαιπωρώ

transitive verb (afflict, cause pain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The athlete's Achilles tendon was troubling her.

ταραγμένα νερά

plural noun (figurative (disturbance, unrest) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The troubled waters of the Middle East are proving extremely difficult to calm.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του troubled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του troubled

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.