Τι σημαίνει το histoire στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης histoire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του histoire στο Γαλλικά.

Η λέξη histoire στο Γαλλικά σημαίνει ιστορία, ιστορία, ιστορία, ιστορία, έργο, εκδοχή, φασαρία, παγκόσμια ιστορία, ιστορικό, ιστορία, παραμύθι, -, παραμύθι, θέμα, υπόθεση, ιστορία, πλοκή, παραμύθι, αυτό το πράμα, ψέμα, ντόρος, χαμός, σαματάς, ιστορία, πράγμα, είμαι παλιά ιστορία, μυθιστοριοποίηση, ανέκδοτο, φαντασία, μύθος, θρύλος, που έχει μεγάλη ιστορία, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, ανά τους αιώνες, στην ιστορία, ως συνήθως, αυτό είναι άλλη ιστορία, παραμύθι, ανθρώπινη ιστορία, δακρύβρεχτη ιστορία, πολύ κακό για το τίποτα, όλη την αλήθεια, το παιχνίδι έχει αλλάξει, σχέση, αισθηματική ιστορία, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, ηθικό δίδαγμα, φυσική ιστορία, περασμένα ξεχασμένα, διήγημα, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, ιστορία τέχνης, Μήνας Μαύρης Ιστορίας, ιστορία της γέννησης του Χριστού, ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης, συνηθισμένη ιστορία, αστεία ιστορία, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, βιβλίο iστορίας, η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας, σχέση εξ αποστάσεως, πολιτική ιστορία, αληθινή ιστορία, ιστορία ενηλικίωσης, παρατραβηγμένη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, απίθανη ιστορία, είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας, εντελώς διαφορετικός, κεντρικό θέμα, αρχαία ιστορία, προφορική ιστορία, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, έχω παρελθόν, αποτελώ παρελθόν, γράφω ιστορία, ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παραδοσιακός αμερικάνικος, χαζορομάντζο, πολύ σημαντικός, κοινό μυστικό, έρωτας, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, το κάνω θέμα, απολύτως, εντελώς, τελείως, τρομακτική ιστορία, φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας, ρομαντική ιστορία, κάνω την παρουσίαση, κάνω την αφήγηση, αυτό, ιστορία τρόμου, μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης histoire

ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cet auteur écrit des histoires merveilleuses.
Αυτή η συγγραφέας γράφει ωραίες ιστορίες.

ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime lire sur l'histoire de la deuxième guerre mondiale.
Μου αρέσει να διαβάζω για την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mamie, raconte-nous l'histoire de ta rencontre avec papy.
Γιαγιάκα, πες μας την ιστορία του πώς γνώρισες τον παππού.

ιστορία

nom féminin (étude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a étudié l'histoire à l'université.
Ξεκίνησε μαθήματα ιστορίας όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

έργο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mesdames et messieurs, nous espérons que vous avez aimé notre histoire.
Κυρίες και κύριοι, ελπίζουμε να απολαύσετε την παράστασή μας!

εκδοχή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa version (or: son histoire) est différente de la mienne.
Η εκδοχή της είναι διαφορετική από τη δική μου.

φασαρία

(figuré) (σημασία, προσοχή σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί κάνουν τόση φασαρία για την ορθογραφία.

παγκόσμια ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En ce moment je lis un livre sur le Moyen-Âge, une période importante de l'histoire.

ιστορικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le vieux matelot leur racontait l'histoire de ses jours en mer.
Ο ηλικιωμένος ναύτης τους είπε μια ιστορία από τότε που ταξίδευε στη θάλασσα.

παραμύθι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο δάσκαλος αναρωτιόταν τι παραμύθι στα σκαρφιζόταν αυτή τη φορά ο Σον για να εξηγήσει τον λόγο που δεν είχε κάνει τα μαθήματά του.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est quoi, cette histoire avec Amber et Paul ? Ils se voient ?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

παραμύθι

nom féminin (familier) (μτφ, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle m'a pondu une histoire comme quoi le chien aurait mangé son devoir.
Μου είπε ένα παραμύθι ότι ο σκύλος έφαγε την εργασία της.

θέμα

nom féminin (familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
D'accord, tu vas à Londres ; ça n'a rien d'exceptionnel, pas la peine d'en faire toute une histoire !
Απλά θα πας στο Λονδίνο, κάτι που κάνουν τόσοι άνθρωποι καθημερινά· δε χρειάζεται τόσο μεγάλη ανάλυση!

υπόθεση, ιστορία, πλοκή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai trouvé l'intrigue de "Guerre et Paix" vraiment difficile à suivre.
Βρήκα την υπόθεση του «Πόλεμος και Ειρήνη» πραγματικά δύσκολη να την καταλάβω.

παραμύθι

nom féminin (avant d'aller se coucher)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les enfants ont supplié leur père de leur lire une histoire avant d'aller au lit.

αυτό το πράμα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette histoire de port d'uniforme ne me plaît pas!
Δεν μου αρέσει αυτό το πράμα που λέγεται στολή.

ψέμα

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le livre répète certains des bobards les plus vieux de l'histoire.

ντόρος, χαμός, σαματάς

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η ταινία. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε τόσος ντόρος.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά και έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλο.

πράγμα

nom féminin (situation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je ne voulais surtout pas être mêlé à cette triste affaire.
Πραγματικά δεν θέλω να πάρω μέρος σε αυτό το θλιβερό πράγμα.

είμαι παλιά ιστορία

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce qu'il a fait il y a 20 ans est du passé et ne compte plus.
Ό,τι έκανε πριν είκοσι χρόνια είναι παρελθόν και άσχετο.

μυθιστοριοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανέκδοτο

(un peu familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a raconté une blague sur un prêtre, un rabbin, et un imam.
Είπε ένα ανέκδοτο με έναν παπά, έναν ραβίνο κι έναν ιμάμη.

φαντασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Όταν ήμουν παιδί, οι παππούδες μου μας έλεγαν ιστορίες φαντασίας για μάγισσες και περίεργα όντα που λεγόταν πως ζούσαν στα δάση της περιοχής.

μύθος, θρύλος

(όχι γεγονός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il s'est avéré que l'histoire de l'expédition était une fable.

που έχει μεγάλη ιστορία

locution adjectivale (ville, région)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il salue souvent les étrangers dans la rue, comme ça, sans raison particulière.

ανά τους αιώνες

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À travers l'histoire, les mentalités ont changé.

στην ιστορία

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au cours de l'histoire, les guerres ont fait trop de victimes innocentes.

ως συνήθως

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτό είναι άλλη ιστορία

interjection (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chanter de la pop est plutôt facile, mais chanter de l'opéra, c'est une autre histoire !

παραμύθι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avant le coucher des enfants, Mary leur a lu une histoire d'un livre de contes.

ανθρώπινη ιστορία

C'est l'histoire vécue d'un garçon qui se bat avec succès contre le cancer.

δακρύβρεχτη ιστορία

πολύ κακό για το τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrête d'en faire tout un plat ! C'est une juste un contrôle dentaire.

όλη την αλήθεια

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne saurons jamais le fin mot de l'histoire sur ce qu'elle a fait ce soir-là.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a une aventure avec un homme marié.
Έχει σχέση με έναν παντρεμένο.

αισθηματική ιστορία

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oh non, pas encore une de ces sempiternelles histoires d'amour !

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηθικό δίδαγμα

nom féminin (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυσική ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περασμένα ξεχασμένα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διήγημα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'adore les histoires courtes de Corinna Bille, particulièrement les "Cent Petites Histoires cruelles".
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έγραφε διηγήματα για ανθρώπους που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.

απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιστορία τέχνης

nom féminin (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Parce que ma matière principale à l'université était l'art, j'ai dû faire cinq semestres d'histoire de l'art.

Μήνας Μαύρης Ιστορίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορία της γέννησης του Χριστού

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιστορικό της εταιρείας, ιστορικό της επιχείρησης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνηθισμένη ιστορία

nom féminin

αστεία ιστορία

nom féminin (blague)

ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιβλίο iστορίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η ιστορία επαναλαμβάνεται

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθηγητής ιστορίας, καθηγήτρια ιστορίας

nom masculin

σχέση εξ αποστάσεως

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le couple entretient une relation à distance depuis deux ans.

πολιτική ιστορία

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αληθινή ιστορία

nom féminin

ιστορία ενηλικίωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρατραβηγμένη ιστορία

παρατραβηγμένη ιστορία

απίθανη ιστορία

είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εντελώς διαφορετικός

(figuré, familier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κεντρικό θέμα

(Journalisme)

αρχαία ιστορία

nom féminin (Antiquité)

προφορική ιστορία

nom féminin (entretiens enregistrés)

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

locution verbale (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants ont demandé à leur grand-père de leur raconter une histoire.

έχω παρελθόν

(amour) (με κάποιον)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αποτελώ παρελθόν

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
T'inquiète pas pour ça ! C'est de l'histoire ancienne.

γράφω ιστορία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανησυχώ, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne te tracasse pas pour des choses que tu ne peux pas contrôler.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution verbale

J'ai été capable de retracer l'histoire de ma famille sur cinq générations.

παραδοσιακός αμερικάνικος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαζορομάντζο

(péjoratif)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Malgré son diplôme de troisième cycle, elle apprécie de lire des histoires à l'eau de rose.
Παρά το γεγονός ότι έχει πανεπιστημιακό πτυχίο, της αρέσει να διαβάζει σαχλαμάρες.

πολύ σημαντικός

nom féminin

Réussir son permis fut toute une histoire pour Jodie.
Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι.

κοινό μυστικό

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

έρωτας

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Son histoire d'amour avec le Japon a commencé il y a deux ans, après y avoir passé des vacances.
Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

locution verbale (μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button est entré dans l'histoire du patinage quand il a fait le premier double axel.

το κάνω θέμα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce n'est qu'une éraflure au genou ! Pas la peine d'en faire toute une histoire !
Ένα γδαρμένο γόνατο είναι όλο κι όλο, σταμάτα να το κάνεις θέμα!

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah est tout à fait capable de réaliser cette tâche.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

τρομακτική ιστορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le cours sur la littérature d'horreur se concentre sur l'écriture d'histoires d'épouvantes et de suspense.

φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας

ρομαντική ιστορία

nom féminin

κάνω την παρουσίαση, κάνω την αφήγηση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il n'y a pas besoin de faire de commentaires ; nous comprenons tous ce qu'il se passe.

αυτό

(blague)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό με τον Τοτό το ξέρεις;

ιστορία τρόμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεταγραφή μαγνητοφωνημένων μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση μαρτυριών

nom féminin (transcription)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του histoire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του histoire

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.