Τι σημαίνει το libre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης libre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του libre στο Γαλλικά.
Η λέξη libre στο Γαλλικά σημαίνει ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, απεριόριστος, ελεύθερος, αδέσμευτος, ελεύθερος, ελεύθερος, διαθέσιμος, ελεύθερος, ανοιχτός, ανεξάρτητος, απεριόριστος, ελεύθερος, εύκαιρος, ελεύθερος, διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, ελεύθερος, ελευθερία, ελεύθερος, κενός, άδειος, ελεύθερος, ελεύθερος, κενός, freestyle, γενικός, ευρύτερος, κενός, ελεύθερος, ελεύθερος, ελευθερία, κενός, ελεύθερος, άδειος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος, χωρίς οδηγό, ελεύθερος, διαθέσιμος, ελεύθερος, κενός, μη παρασιτικός, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, ελεύθερος, ανεξάρτητος, ανεμπόδιστος, ανενόχλητος, απρόσκοπτος, ελεύθερος, απεριόριστος, ελεύθερος, άμορφος, που δεν ανήκει σε κανέναν, που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου, ελεύθερος, που έχει την ελευθερία να κάνει κτ, που έχει χρόνο να κάνει κτ, ελεύθερος για κτ, ελευθεροφροσύνη, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερος, κενός, ελεύθερο πνεύμα, ελεύθερο εμπόριο, σελφ σέρβις, καταρρέω, γκρεμίζομαι, γεννημένος από ελεύθερους γονείς, ελεύθερο πουλί, ελεύθερος, ελεύθερο πνεύμα, αφορολόγητος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, με αυτοεξυπηρέτηση, ελεύθερο το πεδίο, ελεύθερο, ελεύθερος πολίτης, ελεύθερη οικονομία, ελεύθερη πτώση, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερο πουλί, ελεύθερος συνειρμός, ελεύθερη επιλογή, ελεύθερος πολίτης, ελεύθερος ανταγωνισμός, ελεύθερη κατάδυση, ελεύθερος έρωτας, ελεύθερος άνθρωπος, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, ελεύθερος στίχος, ελεύθερη βούληση, ελεύθερος κόσμος, τόπος δημόσιας συζήτησης, μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερος χώρος, ελεύθερη σκέψη, ελευθερία επιλογής, ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης, ελεύθερος χρόνος, ανοιχτός γάμος, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, ανοικτή αγορά, απόλυτη ελευθερία, Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησία, ελεύθερη αγορά, ελεύθερη ρίζα, λεκτικός συνειρμός, σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης libre
ελεύθεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le prisonnier était enfin libre. Ο φυλακισμένος ήταν επιτέλους ελεύθερος. |
ελεύθεροςadjectif (personne : disponible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu es libre ce samedi ? Είσαι ελεύθερος αυτό το Σάββατο; |
ελεύθεροςadjectif (non littéral) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le journal a donné une interprétation libre des événements. |
απεριόριστοςadjectif (sans restrictions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après le divorce, il a obtenu libre accès à ses enfants. |
ελεύθερος, αδέσμευτοςadjectif (Chimie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les substances conduisent l'électricité à cause des électrons libres. |
ελεύθερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous devez vous sentir libres de poser des questions. |
ελεύθερος, διαθέσιμοςadjectif (disponible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le court de tennis est libre cet après-midi. Tu veux le réserver ? |
ελεύθεροςadjectif (siège, place) (θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Excusez-moi, ce siège est-il libre (or: disponible) ? Συγνώμη, αυτή η θέση είναι ελεύθερη; |
ανοιχτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une ville libre (or: libérale). Tu peux faire ce que tu veux ici. |
ανεξάρτητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ancienne colonie est devenue indépendante (or: libre) l'an dernier. |
απεριόριστος, ελεύθερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύκαιρος, ελεύθερος, διαθέσιμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand seriez-vous libre pour que l'on se rencontre ? Πότε θα είσαι ελεύθερη να βρεθούμε; |
ελεύθερος χρόνοςadjectif (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθεροςadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελευθερία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ici, vous êtes libre d'aller là où vous voulez. Εδώ έχεις την ελευθερία να πας όπου θέλεις. |
ελεύθεροςadjectif (χωρίς προσχεδιασμό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κενός, άδειος, ελεύθεροςadjectif (cabine,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθερος, κενόςadjectif (moment) (μεταφορικά: χρόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred passait ses moments libres à pêcher dans le ruisseau derrière sa maison. Στον Φρεντ άρεσε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του ψαρεύοντας στο ρυάκι πίσω από το σπίτι του. |
freestyle(lutte) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
γενικός, ευρύτεροςadjectif (peu précis) (μεταφορικά: ανακριβής) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le metteur en scène a fait une interprétation assez libre de la pièce originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χρησιμοποίησε μια γενική σημασία της λέξης. |
κενός, ελεύθεροςadjectif (pas occupé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le directeur était heureux d'apprendre qu'il avait une heure de libre sans réunions. |
ελεύθεροςadjectif (célibataire) (δεν έχει σύντροφο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce que tu sais si Susan est libre ? J'aimerais l'inviter à sortir avec moi. |
ελευθερία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je te donne le mot de passe, et tu seras libre de faire ce que bon te semblera. |
κενός, ελεύθερος, άδειοςadjectif (siège) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Edward est arrivé en retard à la réunion et s'est assis dans le seul siège libre. |
ανεμπόδιστος, ανενόχλητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς οδηγόadjectif (visite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελεύθερος, διαθέσιμοςadjectif (appartement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Glenn a visité une douzaine d'appartements libres avant d'en trouver un qui lui plaisait. |
ελεύθερος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη παρασιτικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθερος, ανεξάρτητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεμπόδιστος, ανενόχλητος, απρόσκοπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απεριόριστος, ελεύθεροςadjectif (χωρίς περιορισμούς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άμορφοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν ανήκει σε κανένανadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπουadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous n'avions pas pensé que cette réunion serait si ouverte. |
ελεύθερος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει την ελευθερία να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les citoyens n'étaient pas libres de critiquer le gouvernement. Οι πολίτες δεν είχαν την ελευθερία να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. |
που έχει χρόνο να κάνει κτadjectif (personne : disponible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sandra a dit qu'elle serait libre pour nous aider demain. Η Σάντρα είπε ότι θα έχει χρόνο να μας βοηθήσει αύριο. |
ελεύθερος για κτadjectif (personne : disponible) Je suis libre pour prendre un café demain matin si tu veux qu'on se voie. Είμαι ελεύθερος για καφέ αύριο το πρωί άμα θέλεις να βρεθούμε. |
ελευθεροφροσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερος χρόνος
Alex n'avait pas le loisir d'aller à la pêche autant qu'il le voulait. Ο Άλεξ δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να ψαρεύει όσο θα ήθελε. |
ελεύθερος, κενός(χώρος, δωμάτιο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a encore de la place dans ce cours si vous voulez vous y inscrire. |
ελεύθερο πνεύμαnom masculin (μεταφορικά) |
ελεύθερο εμπόριοnom masculin Les États-Unis ont un accord de libre-échange avec le Mexique et le Canada. |
σελφ σέρβιςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il y a de plus en plus de caisse en libre-service dans les supermarchés. |
καταρρέω, γκρεμίζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γεννημένος από ελεύθερους γονείςadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθερο πουλίadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand l'année scolaire sera finie, je serai libre comme l'air. |
ελεύθερος(με γενική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La rivière était libre de toute pollution avant que l'usine ne s'installe à côté. |
ελεύθερο πνεύμαadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αφορολόγητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανέμελος, ξέγνοιαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με αυτοεξυπηρέτησηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελεύθερο το πεδίο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθεροnom féminin |
ελεύθερος πολίτηςnom masculin |
ελεύθερη οικονομίαnom féminin |
ελεύθερη πτώσηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'avion a fait de la chute libre quand ses deux moteurs se sont arrêtés. |
ελεύθερος χρόνοςnom masculin (ώρες ψυχαγωγίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle lit souvent dans son temps libre. Συχνά διαβάζει στον ελεύθερό της χρόνο. |
ελεύθερο πουλίnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελεύθερος συνειρμόςnom féminin (Psychologie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερη επιλογήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερος πολίτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερος ανταγωνισμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερη κατάδυσηnom féminin (sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερος έρωταςnom masculin (vieilli) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερος άνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερος στίχοςnom masculin (Poésie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερη βούλησηnom masculin Est-ce que toutes les choses sont prédéterminées par Dieu, ou est-ce que l'individu dispose de libre arbitre ? Είναι τα πάντα προκαθορισμένα από τον Θεό ή έχουν ελεύθερη βούληση οι άνθρωποι; |
ελεύθερος κόσμοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόπος δημόσιας συζήτησηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous organisons une tribune libre ce soir dans l'amphithéâtre, où chacun pourra s'exprimer. Tout le monde peut lire son avis dans la tribune des lecteurs du journal. S'exprimer à la tribune. |
μη συνταγογραφούμενο φάρμακο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ελεύθερος χρόνοςnom masculin Pendant son temps libre, elle aimait lire des livres de cuisine et essayer des nouvelles recettes. J'ai deux emplois, je n'ai donc presque pas de temps libre. Στον ελεύθερο χρόνο της λάτρευε να διαβάζει βιβλία μαγειρικής και να δοκιμάζει καινούριες συνταγές. Κάνω δύο δουλειές και έτσι δεν έχω σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο. |
ελεύθερος χρόνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je joue du piano pendant mon temps libre. Στον ελεύθερο χρόνο μου εξασκούμαι στο πιάνο. |
ελεύθερος χώροςnom masculin |
ελεύθερη σκέψηnom féminin (ορθολογισμός) |
ελευθερία επιλογήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερος χρόνοςnom masculin |
ανοιχτός γάμοςnom masculin (μτφ: παράλληλες σχέσεις) |
Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανοικτή αγοράnom masculin (Économie) (οικονομία) |
απόλυτη ελευθερίαnom masculin |
Ενωμένη Ελευθέρα Εκκλησίαnom féminin (église presbytérienne) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερη αγορά
|
ελεύθερη ρίζαnom masculin (Chimie) |
λεκτικός συνειρμός
|
σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του libre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του libre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.