Τι σημαίνει το intention στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης intention στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intention στο Γαλλικά.
Η λέξη intention στο Γαλλικά σημαίνει πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, πρόθεση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρόθεση, κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος, με πρόθεση να, με σκοπό να, σκοπεύω, δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο, δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ, έχω βάλει στόχο να κάνω κτ, έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτ, αποφασίζω, κρυφή ατζέντα, θέλω, έχω την πρόθεση, θέλω, είμαι διατεθειμένος, έχω στόχο, σχεδιάζω, σκοπεύω, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης intention
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce n'était pas l'intention d'Amy de faire du mal à quelqu'un. Η Άμι δεν είχε πρόθεση να πληγώσει κανέναν. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cameron avait l'intention de revenir à la maison après la fac mais au lieu de cela, il est resté et s'est trouvé un emploi. Η πρόθεση του Κάμερον ήταν να επιστρέψει στην πατρίδα του μετά το πανεπιστήμιο, αλλά αντ' αυτού έμεινε και βρήκε δουλειά. |
πρόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'ai pas l'intention de changer de boulot. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα. |
πρόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intention ne compte pas pour grand-chose lorsque le résultat est désastreux. Η πρόθεση δεν έχει και μεγάλη σημασία όταν το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. |
πρόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il partit avec l'intention de revenir rapidement. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Médecine) La coupure s'est cicatrisée rapidement par première intention. |
πρόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous n'avons pas de projet d'expansion en Asie à ce jour. Δεν έχουμε καμία πρόθεση επέκτασης στην Ασία αυτή τη στιγμή. |
κρυφός σκοπός, κρυφός στόχος
|
με πρόθεση να, με σκοπό ναpréposition (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans l'intention de les convaincre une bonne fois pour toutes, il réunit ses associés. |
σκοπεύωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai l'intention d'arrêter de fumer, dès demain. Σκοπεύω να σταματήσω το κάπνισμα από αύριο. |
δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bachmann a dit qu'elle n'a pas l'intention de lancer une autre campagne présidentielle. |
δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω βάλει στόχο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le candidat a l'intention de faire paraître son adversaire faible et peu fiable. |
έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avais bien l'intention de finir la dissertation mais je n'ai pas pu. |
αποφασίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont la ferme intention de ne pas le réélire. Pour la nouvelle année, j'ai la ferme intention de perdre 5 kilos. Τη νέα χρονιά αποφασίζω ότι θα χάσω 5 κιλά. |
κρυφή ατζέντα(μεταφορικά) Au son de la voix de Martha, ses arrière-pensées étaient évidentes. Από τον τόνο της φωνής της, ήταν προφανές ότι η Μάρθα έχει κρυφή ατζέντα. |
θέλω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis désolé, je ne voulais pas te faire de mal. Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω. |
έχω την πρόθεσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle n'a jamais eu l'intention de faire exploser le réservoir quand elle a allumé sa cigarette. Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της. |
θέλωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que je vous ai marché sur le pied ? Pardon, je n'en avais pas l'intention. Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση). |
είμαι διατεθειμένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
έχω στόχοlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quand je joue, j'ai toujours l'intention de gagner. Όταν παίζω, στοχεύω στη νίκη. |
σχεδιάζω, σκοπεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a l'intention d'acheter une maison l'an prochain. Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου. |
είμαι αποφασισμένος(να κάνω κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je veux gagner cette course, même si ça doit me tuer. Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει! |
σκοπεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il avait l'intention d'apprendre à cuisiner. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intention στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του intention
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.