Τι σημαίνει το intérieur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intérieur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intérieur στο Γαλλικά.

Η λέξη intérieur στο Γαλλικά σημαίνει εσωτερικός, εσωτερικός, εσωτερικός, εγχώριος, εσωτερικός, στη μέση της ατράκτου, εσωτερικός, εσωτερικό, εσωτερικός, εσωτερικό, εσωτερικός, μέσα από, εσωτερικός, εσωτερικό, του σπιτιού, εγχώριος, εσωτερικός, νοικοκύρης, νοικοκυρά, ενδόμυχα, κρυφά, εσωτερικά, ελαιοχρωματιστής, ενδοχώρα, μέσα, μέσα σε, σπιτόγατος, εσωτερικού χώρου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εντός της Πολιτείας, στην ενδοχώρα, στην ενδοχώρα, προς τα μέσα, νοικοκυρά, φυτό εσωτερικού χώρου, εσωτερικό γήπεδο, παίκτης του εσωτερικού γηπέδου, ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, ρόμπα, υπουργός εσωτερικών, εσωτερική ισορροπία, αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου, διακόσμηση εσωτερικού χώρου, εσωτερικός μονόλογος, πτήση εσωτερικού, επένδυση υποδήματος, φυτό εσωτερικού χώρου, οικιακός εξοπλισμός, σταθερός ή μη, στο εσωτερικό γήπεδο, ηπειρωτικός, της ενδοχώρας, ενδόμυχα, εσωτερικά, διακοσμητής, διακοσμήτρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κοιτώ μέσα σε, μέσα μου, καθαρό σπίτι, Υπουργείο Εσωτερικών, ενδοχώρα, μέσα σε, μέσα, ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ, μέσα, εκ των έσω, βασίλειο, φόρεμα σπιτιού, μέσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intérieur

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intérieur de la maison était rempli d'objets de collection.
Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού ήταν γεμάτο με συλλεκτικά αντικείμενα.

εσωτερικός

adjectif (spiritualité, émotions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le moine vivait dans le désert et essayait de trouver la paix intérieure.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le lancer de Larry a touché l'intérieur du cercle rouge.

εγχώριος

adjectif (du pays)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La production nationale assurait au pays du travail pour beaucoup de ses citoyens.
Η εγχώρια παραγωγή της χώρας εξασφάλιζε απασχόληση για πολλούς απ' τους κατοίκους της.

εσωτερικός

(chaussures, scène de théâtre ou de cinéma, photographie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certaines consoles de jeu permettent désormais de pratiquer certains sports d'intérieur dans son propre salon.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν βρέξει, θα πάμε στην εσωτερική πισίνα.

στη μέση της ατράκτου

adjectif (για πλοία, αεροπλάνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les trois sections intérieures sont garnies d'ivoire.
Τα τρία εσωτερικά τμήματα είναι καλυμμένα με ελεφαντόδοντο.

εσωτερικό

nom masculin (μέσα μέρος κτιρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το εσωτερικό της αίθουσας είναι σκοτεινό με χαμηλό ταβάνι.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le gouvernement tente de s'assurer de ne faire que des investissements intérieurs.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να διασφαλίσει πως οι περισσότερες επενδύσεις είναι εσωτερικές.

εσωτερικό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'intérieur de la maison est magnifique.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι όμορφο.

εσωτερικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le philosophe se souciait davantage de son moi intérieur (or: de ce qu'il était à l'intérieur) que de ce que les gens pouvaient penser de lui.
Ο φιλόσοφος ενδιαφερόταν περισσότερο για τον εσωτερικό του εαυτό και λιγότερο για το τι σκέφτονταν γι' αυτόν οι άλλοι.

μέσα από

nom masculin (μέσα πλευρά)

Vous devez garder les pieds à l'intérieur de la ligne.
Πρέπει να έχεις τα πόδια σου μέσα από τη γραμμή.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est la voiture placée côté intérieur qui est en tête.
Το αμάξι στην εσωτερική προπορεύεται.

εσωτερικό

nom masculin (d'une machine)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Le technicien informatique enleva tout l'intérieur de l'ordinateur.
Ο μηχανικός υπολογιστών έβγαλε όλο το εσωτερικό από τον υπολογιστή.

του σπιτιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il se passionne pour la décoration intérieure en ce moment.
Τώρα ασχολείται πολύ με τη διακόσμηση του σπιτιού.

εγχώριος

adjectif (du pays)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le magasin ne vendait que des produits intérieurs (or: domestiques) et n'acceptaient pas les exportations.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα ήταν όλα εσωτερικά. Η μηχανή έμοιαζε απλά σαν ένα κουτί.

νοικοκύρης, νοικοκυρά

locution adjectivale (homme, femme) (τάξη, καθαριότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Je ne suis pas vraiment une femme d'intérieur : ma maison n'est pas très rangée.
Φοβάμαι πως δεν είμαι πολύ νοικοκύρης· το σπίτι μου είναι πάντα λίγο χάλια.

ενδόμυχα, κρυφά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Secrètement (or: Intérieurement), Tony détestait son invité.

εσωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ελαιοχρωματιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενδοχώρα

(anglicisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέσα

(espace)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Merci de rester dans les limites.
Σε παρακαλώ μείνει εντός των ορίων.

μέσα σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπιτόγατος

locution adjectivale (homme, femme) (μεταφορικά: για ανθρώπους)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εσωτερικού χώρου

locution adjectivale (διακοσμητής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous n'avons pas engagé de décorateur d'intérieur : ils étaient tous trop chers.
Δεν προσλάβαμε έναν διακοσμητή εσωτερικού χώρου - ήταν όλοι πολύ ακριβοί.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Base-ball, anglicisme)

εντός της Πολιτείας

locution adverbiale (εντός των ορίων Πολιτείας των ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στην ενδοχώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lorsqu’il n’y avait plus de poissons, beaucoup de pêcheurs ont dû s’établir à l’intérieur des terres pour se trouver un nouvel emploi.

στην ενδοχώρα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς τα μέσα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Les gardiens de la prison étaient tournés vers l'intérieur et surveillaient les détenus.
Οι φρουροί της φυλακής κοιτούσαν προς τα μέσα παρακολουθώντας τους κρατουμένους.

νοικοκυρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ellen est femme au foyer et fait parfois du bénévolat au refuge pour animaux.

φυτό εσωτερικού χώρου

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma femme a disposé des plantes d'intérieur partout dans le salon.

εσωτερικό γήπεδο

nom masculin (base-ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίκτης του εσωτερικού γηπέδου

(Base-ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο βασικός ανταγωνιστής μου για τη θέση του προϊσταμένου στην εταιρία είναι συνάδελφός μου εδώ και οκτώ χρόνια.

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

(Économie)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le produit intérieur brut est un indicateur de la situation économique d'un pays.

διακοσμητής εσωτερικών χώρων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un bon décorateur d'intérieur peut faire paraître une petite pièce plus grande.

διακοσμητής εσωτερικών χώρων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Veronica a fait appel à une architecte (or: décoratrice) d'intérieur pour relooker sa maison.

ρόμπα

nom féminin (αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπουργός εσωτερικών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εσωτερική ισορροπία

αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'architecture d'intérieur est une discipline spécifique de l'architecture.

διακόσμηση εσωτερικού χώρου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
À la différence de l'architecture d'intérieur, la décoration d'intérieur n'est pas une discipline spécifique de l'architecture.

εσωτερικός μονόλογος

nom masculin

Profondément plongé dans son monologue intérieur, il oublia de descendre du train à la bonne station.

πτήση εσωτερικού

nom masculin (aux États-Unis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επένδυση υποδήματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φυτό εσωτερικού χώρου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οικιακός εξοπλισμός, σταθερός ή μη

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στο εσωτερικό γήπεδο

locution adjectivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηπειρωτικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

της ενδοχώρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδόμυχα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En mon for intérieur, j'étais ravie quand j'ai su que tu venais.
Ενδόμυχα χάρηκα όταν άκουσα ότι θα ερχόσουν.

εσωτερικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La violence est un cri qui vient de l'intérieur
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μπαταρία ενός κινητού τηλεφώνου φορτίζεται εσωτερικά μέσω ενός καλωδίου.

διακοσμητής, διακοσμήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Base-ball, anglicisme)

κοιτώ μέσα σε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je pouvais voir dans la maison par la fenêtre du rez-de-chaussée.

μέσα μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons secrètement (or: intérieurement) ressenti qu'elle aurait dû gagner le premier prix.
Νιώσαμε μέσα μας ότι έπρεπε να είχε κερδίσει εκείνη το πρώτο βραβείο.

καθαρό σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trevor a essayé de me remonter le moral en disant que les femmes qui ont des maisons propres sont ennuyeuses.

Υπουργείο Εσωτερικών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ενδοχώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan s'est établi à l'intérieur des terres parce qu'il n'aimait pas le climat côtier.

μέσα σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
L'enfant dessinait à l'intérieur du carré.
Το παιδί ζωγράφιζε μέσα στο τετράγωνο.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Άκουγα έναν ήχο σαν γρατζούνισμα που ερχόταν από το εσωτερικό.

ρίχνω μια κλεφτή ματιά σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai jeté un coup d'œil dans la pièce pour m'assurer que les enfants dormaient. Margaret a jeté un coup d'œil dans l'enveloppe.
Έριξα μια κλεφτή ματιά στο δωμάτιο για να δω αν τα παιδιά κοιμόντουσαν. Η Μάργκαρετ έριξε μια κλεφτή ματιά μέσα στον φάκελο.

μέσα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il gardait tout à l'intérieur sans jamais s'épancher.

εκ των έσω

locution adjectivale (λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La rumeur de l'intérieur était qu'il allait se faire virer.

βασίλειο

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lorsque Ben est stressé, il se réfugie dans son royaume intérieur (or: monde intérieur).

φόρεμα σπιτιού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσα

préposition (dans les limites)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La réponse se situe dans (or: à l'intérieur de) la zone normale.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intérieur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του intérieur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.