Τι σημαίνει το intimate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intimate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intimate στο Αγγλικά.

Η λέξη intimate στο Αγγλικά σημαίνει οικείος, που έχει ερωτικές σχέσεις, που έχει ερωτικές επαφές, που έχει επαφές, ευαίσθητος, προσωπικός, στενός, κοντινός, καλός, υπαινίσσομαι, υπαινίσσομαι, υπονοώ, βαθύς, αναπόσπαστος, δικός μου άνθρωπος, πολύ καλός φίλος, καρδιακός φίλος, κολλητός, καλός φίλος, έμπιστος, στενή φιλία, διατηρώ ερωτική σχέση με, είμαι στενός φίλος με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intimate

οικείος

adjective (personal, private)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The restaurant was small and had an intimate setting.
Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον.

που έχει ερωτικές σχέσεις, που έχει ερωτικές επαφές, που έχει επαφές

adjective (sexually close)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josh's mom was angry with him because he and his girlfriend were intimate before marriage.
Η μαμά του Τζος ήταν θυμωμένη μαζί του γιατί είχε ερωτικές επαφές με την φίλη του πριν τον γάμο.

ευαίσθητος

adjective (genital) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The wipes are for keeping your intimate area clean.

προσωπικός

adjective (knowledge: personal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate was a private person and didn't like revealing intimate details about her life.
Η Κέιτ ήταν κλειστό άτομο και δεν της άρεσε να αποκαλύπτει προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή της.

στενός, κοντινός, καλός

adjective (friend: close) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jen only had a few intimate friends.
Η Τζεν είχε μόνο μερικούς στενούς φίλους.

υπαινίσσομαι

transitive verb (suggest, imply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pam intimated to Jon that his wife might be cheating on him.
Η Παμ υπενήχθηκε στον Τζον ότι ίσως η σύζυγός του τον απατούσε.

υπαινίσσομαι, υπονοώ

transitive verb (with clause: suggest) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah's comments intimated that there could be an opportunity for advancement.
Τα σχόλια της Σάρας άφηναν ως υπονοούμενο μια πιθανή ευκαιρία για προαγωγή.

βαθύς

adjective (thorough) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan had an intimate understanding of the subject matter.

αναπόσπαστος

adjective (UK (intrinsic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nancy's style was an intimate part of her personality.

δικός μου άνθρωπος

noun (confidant) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Sean didn't have a lot of intimates, and was sad when his best friend moved away.

πολύ καλός φίλος, καρδιακός φίλος, κολλητός

noun (close friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Emma is my intimate acquaintance.

καλός φίλος, έμπιστος

noun ([sb] close, confidant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's the kind of intimate friend to whom I could tell all my secrets.

στενή φιλία

noun (close relationship)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After two years of intimate friendship, the couple announced that they had decided to get married.

διατηρώ ερωτική σχέση με

adjective (sexually involved: with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's never a good idea to become intimate with someone you work with.

είμαι στενός φίλος με

adjective (close friends: with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intimate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του intimate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.