Τι σημαίνει το near στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης near στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του near στο Αγγλικά.

Η λέξη near στο Αγγλικά σημαίνει κοντά, κοντά σε, κοντά σε, δίπλα σε, ένα βήμα πριν, σχεδόν, άμεσος, κοντινός, στενός, πλησιάζω, πλησιάζω, κοντινός, κοντινός, στενός, σχεδόν, κοντά σε, πλησιάζω, κοντά σε, στην καρδιά σου, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι, φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ, παρά λίγο να κάνω κτ, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω σε κτ, στο εγγύς μέλλον, σύντομα, κοντά και μακριά, παντού, κοντά, κοντά μου, Εγγύς Ανατολή, αρκετά κοντά σε σχέση με, αρκετά κοντά έτσι ώστε, παραλίγο, παρά λίγο, παραλίγο επιτυχής βολή, παραλίγο, παραλίγο επιτυχής, κοντινότερο σημείο εστίασης, η πιο κοντινή πλευρά, κοντά στη γη, πικάντικος, επιθανάτια εμπειρία, μακριά από, που απέχει πολύ από, διόλου, καθόλου, αρκετά κοντινός, αρκετά κοντά, κάπου εδώ κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης near

κοντά

adverb (within a short distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He gestured to us to come near.
Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά.

κοντά σε

preposition (close to)

Near her feet, she found a coin.
Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντά σε, δίπλα σε

preposition (next to, beside)

Take the bicycle near you.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

ένα βήμα πριν

preposition (figurative (close to: state, condition) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was near hysteria when we finally got there.
Ήταν στα πρόθυρα της υστερίας όταν επιτέλους φτάσαμε.

σχεδόν

preposition (time: almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's near nine o'clock.
Κοντεύει εννιά η ώρα.

άμεσος

adjective (close in time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll do the job in the near future.
Θα κάνω τη δουλειά στο προσεχές μέλλον.

κοντινός, στενός

adjective (closely related)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have invited all the near relatives to the wedding.
Έχουμε καλέσει όλους τους κοντινούς συγγενείς στον γάμο.

πλησιάζω

intransitive verb (approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She neared, and whispered a secret in my ear.
Πλησίασε και μου ψιθύρισε ένα μυστικό στο αυτί.

πλησιάζω

transitive verb (approach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The landing plane neared the airport.
Το αεροπλάνο που προσγειωνόταν προσέγγισε το αεροδρόμιο.

κοντινός

adjective (close to original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is a near likeness of the original painting.

κοντινός, στενός

adjective (US (friends: intimate) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gathered her near friends to tell them about her engagement.

σχεδόν

adverb (US, informal (all but, nearly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's near five years since I've seen my friend.

κοντά σε

preposition (close in time)

They scored a point near the end of the game.
Πέτυχαν πόντο προς το τέλος του αγώνα.

πλησιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (approach, get close to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The noise from the crowd increased every time the ball went near the penalty box.

κοντά σε

(in the vicinity)

I'm not sure where the swimming pool is. Is it anywhere near the sports hall?

στην καρδιά σου

expression (cherished, important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a subject that's close to my heart.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(approach) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't come near me or I'll shoot!
Μη με πλησιάσεις (or: προσεγγίσεις), αλλιώς θα πυροβολήσω!

πλησιάζω

(approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She warned him not to come near, as she was still contagious.

σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι

verbal expression (figurative (nearly experience) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ

verbal expression (figurative (nearly do [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I lost my job and my son died, I came near to having a breakdown.
Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, παραλίγο να καταρρεύσω.

παρά λίγο να κάνω κτ

expression (slang (almost)

Be careful with that cane! You damn near took my eye out!
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι

(figurative (be imminent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
New Year's Day is drawing near.
Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει.

προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(approach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As we drew near, the air became thick with smoke.
Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό.

πλησιάζω σε κτ

(approach)

As we drew near the gates, they opened automatically.

στο εγγύς μέλλον, σύντομα

expression (soon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The exam results will be announced in the near future, but we don't know the exact date.

κοντά και μακριά

adjective (close and distant)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Focusing the camera can be a problem in shots where objects are near and far.

παντού

adverb (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We hunted near and far for that missing shoe. People came from near and far to see the boy wonder play the piano.

κοντά

adjective (figurative (close, approaching) (μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The grapes are ripening; harvest time is near at hand.

κοντά μου

adjective (very near)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He always keeps a pipe and tobacco near at hand.

Εγγύς Ανατολή

noun (dated (Middle Eastern region)

αρκετά κοντά σε σχέση με

adjective (sufficiently close in relation to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά κοντά έτσι ώστε

adjective (sufficiently close so as to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was near enough to touch him!

παραλίγο, παρά λίγο

noun (almost a hit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That was a near miss; those two cars almost collided.
Παρά τρίχα δεν συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα.

παραλίγο επιτυχής βολή

noun (shot that almost hit its target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραλίγο

adjective (almost colliding)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραλίγο επιτυχής

adjective (almost hitting the target) (για βολή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντινότερο σημείο εστίασης

noun (of eye's focus)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The near point for someone with normal vision is 25 cm.

η πιο κοντινή πλευρά

noun (side which is closest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντά στη γη

adverb (close to the earth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The helicopter hovered near the ground for a few minutes before finally taking off.

πικάντικος

adjective (figurative, informal (risqué) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιθανάτια εμπειρία

noun (coming close to death)

μακριά από, που απέχει πολύ από

preposition (not close to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The bank is nowhere near the library.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

διόλου, καθόλου

preposition (figurative, informal (not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your description is nowhere near accurate.
Η περιγραφή σου δεν είναι καθόλου ακριβής.

αρκετά κοντινός

adjective (informal (quite close)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά κοντά

adverb (US, informal (quite close)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They pretty near demolished the other team.

κάπου εδώ κοντά

adverb (in the vicinity) (εδώ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του near στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του near

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.