Τι σημαίνει το personal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης personal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του personal στο Αγγλικά.

Η λέξη personal στο Αγγλικά σημαίνει προσωπικός, ατομικός, προσωπικός, ιδιωτικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπικός, προσωπική φιλοδοξία, εμφάνιση, γραμματέας, προσωπικά αντικείμενα, προσωπική υγιεινή, κινητή περιουσία, προσωπική επιλογή, προσωπική επιλογή, προσωπικός υπολογιστής, εσωτερική σύγκρουση, προσωπική αλληλογραφία, προσωπικά δεδομένα, προσωπικά δεδομένα, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικά αντικείμενα, προσωπικό όφελος, προσωπική περιποίηση, σωματικές βλάβες, προσωπική υγιεινή, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, προσωπική ταυτότητα, προσωπικά στοιχεία, προσωπικές πληροφορίες, προσωπική απόφαση, σωματική βλάβη, προσωπική αλληλογραφία, ατομική ελευθερία, προσωπική αντωνυμία, ιδιοκτησία, ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας, προσωπικά χαρακτηριστικά, σύσταση, προσωπική σχέση, ατομική ευθύνη, βοηθός αγορών, προσωπικός χώρος, αυτοπεριγραφική έκθεση, προσωπικό στυλ, προσωπικό στυλ, καταλληλότητα προσώπου, ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτρια, προσωπικός γυμναστής, μικρό σκάφος για 1-2 άτομα, ΜΑΠ, υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία, από κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης personal

προσωπικός, ατομικός

adjective (individual) (που ανήκει σε ένα άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You will need to give your address, and other personal data.
Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα.

προσωπικός, ιδιωτικός

adjective (private) (μη δημόσιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is personal information. Please do not repeat it to anyone else.
Αυτές είναι ιδιωτικές πληροφορίες. Σε παρακαλώ να μην τις επαναλάβεις σε κανένα.

προσωπικός

adjective (for a single person's use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is my personal coffee cup.

προσωπικός

adjective (in person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gave the matter her personal attention.

προσωπικός

adjective (close)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have had a personal working relationship for the last ten years.

προσωπικός

adjective (intimate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yes, she and I had a personal relationship that lasted for three years.

προσωπικός

adjective (grammar: of a person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The words 'she', 'him' and 'it' are personal pronouns.

προσωπική φιλοδοξία

noun ([sth] one wants to achieve)

It was his personal ambition to conquer Everest.

εμφάνιση

noun (grooming: how [sb] dresses, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Claire's always mindful of her personal appearance.

γραμματέας

noun (aide)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωπικά αντικείμενα

noun (often plural (possession)

προσωπική υγιεινή

noun (grooming and hygiene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Personal care includes help with such things as washing, dressing, and eating.

κινητή περιουσία

plural noun (formal (possessions, belongings)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσωπική επιλογή

noun (free will)

I can't force you to go to university; in the end, it's your own personal choice.

προσωπική επιλογή

noun ([sth] decided freely)

προσωπικός υπολογιστής

noun (PC: computer for home, office)

εσωτερική σύγκρουση

noun (psychological struggle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωπική αλληλογραφία

noun (intimate letters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I keep my personal correspondence in a locked drawer.

προσωπικά δεδομένα

noun (information about a person)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I share my personal data with strangers on Facebook.

προσωπικά δεδομένα

plural noun (name, address, etc.)

Please use this form to notify us of any changes to your personal details.

προσωπικός ψηφιακός βοηθός

noun (PDA: handheld electronic device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He spends huge amounts of money on all sorts of gadgets, such as personal digital assistants.

προσωπικά αντικείμενα

plural noun (belongings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Mrs. Chen left her personal effects to her two sons in her will. When he was fired he had ten minutes to collect his personal effects from his desk.
Όταν απολύθηκε του δώθηκαν δέκα λεπτά για να μαζέψει τα προσωπικά του αντικείμενα

προσωπικό όφελος

noun ([sth] acquired, won for yourself)

προσωπική περιποίηση

noun (care of appearance)

Felix's mother always reminded him that personal grooming is very important.

σωματικές βλάβες

noun (injury to an individual)

προσωπική υγιεινή

noun (cleanliness: individual)

They didn't learn about personal hygiene from their parents.

προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης

noun (four-digit passcode)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
For security reasons, do not write down your personal identification number anywhere.

προσωπική ταυτότητα

noun (self-concept) (μεταφορικά)

προσωπικά στοιχεία

noun ([sb]'s name, address, etc.)

προσωπικές πληροφορίες

noun (intimate details about [sb])

προσωπική απόφαση

noun (individual decision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σωματική βλάβη

noun (injury to an individual)

After the accident, she looked for an attorney who would represent her in a personal injury lawsuit.

προσωπική αλληλογραφία

noun (intimate correspondence)

The starlet enjoyed receiving personal letters from her many fans. In the age of texting and e-mail, the personal letter is in danger of becoming obsolete.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι δυνατόν να διάβασες την προσωπική μου αλληλογραφία;

ατομική ελευθερία

noun (individual freedom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωπική αντωνυμία

noun (grammar: I, you, our, his, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Instead of saying "Mary is here" we can replace 'Mary' with the personal pronoun 'she'.

ιδιοκτησία

noun ([sth] belonging to an individual)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no such thing as personal property in a commune.

ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας

noun (clothing worn for safety)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προσωπικά χαρακτηριστικά

plural noun (character traits, characteristics)

What kind of personal qualities do you look for in an employee?

σύσταση

noun (recommendation by another individual)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωπική σχέση

noun (intimacy or friendship)

ατομική ευθύνη

noun (individual's specific duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is the personal responsibility of each individual to care for his neighbor.

βοηθός αγορών

noun ([sb] who does shopping for another)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Kylie has a job as a personal shopper for a large department store.

προσωπικός χώρος

(sociology)

αυτοπεριγραφική έκθεση

noun (university admissions essay)

Be sure to write a unique and eloquent personal statement when you apply for graduate school.
Όταν κάνεις αίτηση για μεταπτυχιακό, βεβαιώσου πως η αυτοπεριγραφική σου έκθεση είναι πρωτότυπη και εύγλωττη.

προσωπικό στυλ

noun (individual dress or fashion sense)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many fashion trends start out as an individual's personal style.

προσωπικό στυλ

noun (individual expression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταλληλότητα προσώπου

noun ([sb]'s aptitude or degree of compatibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψυχοθεραπευτής, ψυχοθεραπεύτρια

noun (one-to-one counsellor)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

προσωπικός γυμναστής

noun (individual fitness advisor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρό σκάφος για 1-2 άτομα

noun (jet-propelled boat for one or two)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ΜΑΠ

noun (initialism (personal protective equipment) (σντμ: μέσα ατομικής προστασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία

noun (law: physical possessions)

από κοντά

adverb (face to face, intimately) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του personal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του personal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.