Τι σημαίνει το jeûne στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jeûne στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jeûne στο Γαλλικά.

Η λέξη jeûne στο Γαλλικά σημαίνει νέος, νέος, μη παλαιωμένος, νεαρός, νεαρός, νεαρή, νεολαία, νηστεία, νεανικός, νεαρός, νεαρή, πιτσιρίκι, νηστεία, νηστεύω, νέων, άπειρος, νεαρός, νέος, νεάνιδα, που δεν έχει ωριμάσει, νεαρός, κάνω απεργία πείνας, νύφη, κοπέλα, κοπελιά, γιάπης, στάρλετ, νέος, νεαρός, δεσποινίς, τεκνό, κοπέλα, ανανεώνω, οι μικρότεροι, μαθητευόμενος, ψάρι, ειδικευόμενος ιατρός, νεότερος, μικρότερος, νεαρότερος, νεότερος, αρκετά νέος, περιποιημένος, παρθενικά, που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος, κόρη, φιντάνι, κοπελιά, κοπέλα, μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία, δενδρύλλιο, νιόπαντρος, μικρή Ιρλανδέζα, νεογνό κύκνου, νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος, κοπελιά, κπ που εγκαταλείπει κτ, μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγια, πουλάδα, πουλακίδα, ψευτοπαλικαράς, ψευτόμαγκας, παιδί θαύμα, παιδί θαύμα, παιδί θαύμα, πατρικό, τρυφερή ηλικία, Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα, επαγγελματικό εγχείρημα, γυναίκα καριέρας, μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ, έφηβος εγκληματίας, μικρή αδερφή, αδερφούλα, μικρός αδερφός, σκανταλιάρικο παιδί, νέα γενιά, νεαρός βοσκός, τσοπανάκος, κοτοπουλάκι, κοτόπουλο, νεολαία, νέα γενιά, εσωτερική νταντά, νεαρό κορίτσι, νεαρό κορίτσι, νέος άντρας, νεαρή γυναίκα, μπάτσελορ νύφης, -, νεαρός ενήλικας, νεανικό κοινό, καλό παιδί, μαθητευόμενος, σερβιτόρος, νεαρός, μικρή ρέγγα του Ατλαντικού, μπάτσελορ νύφης, κορίτσι που συμμετέχει σε χορωδία, αγόρι, έχω δει καλύτερες μέρες, πεθαίνω νέος, αναβαθμίζω, νεότερος από, μικρότερος από, μπέμπα, μικρή φώκια, νεαρή φώκια, άτομο που φοράει φούτερ με κουκούλα, εικοσάρης, εικοσάρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jeûne

νέος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est encore jeune et a beaucoup à apprendre.
Είναι μικρός ακόμα, και έχει πολλά να μάθει.

νέος

adjectif (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous paraissez très jeune pour quelqu'un de plus de soixante ans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρά τα πενήντα της χρόνια, η γυναίκα μου έχει νεανική επιδερμίδα.

μη παλαιωμένος

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est un vin jeune qui n'a pas encore assez de caractère.

νεαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les jeunes chats n'étaient pas prêt à quitter leur mère.

νεαρός, νεαρή

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Beaucoup de jeunes pensent que les politiciens ne représentent pas leurs intérêts.
Πολλοί νέοι πιστεύουν ότι οι πολιτικοί δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους.

νεολαία

nom masculin et féminin (ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νηστεία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Selon ce livre sur le régime, le jeûne est bon pour nous.
Σύμφωνα με αυτό το βιβλίο για τη διατροφή, η νηστεία κάνει καλό.

νεανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεαρός, νεαρή

(adolescent)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ce jeune a créé beaucoup de problèmes.
Αυτός ο νεαρός έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα.

πιτσιρίκι

nom masculin et féminin (μικρό παιδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νηστεία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le jeûne dure pendant quarante jours.
Η νηστεία διαρκεί σαράντα μέρες.

νηστεύω

nom masculin

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Certaines religions exigent que leurs disciples pratiquent un jeûne lors des fêtes religieuses.
Μερικές θρησκείες υποχρεώνουν τους πιστούς να νηστεύουν κατά τη διάρκεια μιας ιερής περιόδου.

νέων

(Sports) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Le tournoi jeune du club a lieu avant le tournoi senior.

άπειρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le joueur de basket-ball est encore jeune, mais s'améliorera avec l'âge.

νεαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νέος, νεάνιδα

(Sports)

που δεν έχει ωριμάσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne faut pas cueillir les fruits quand ils sont encore immatures.
Είναι λάθος να μαζεύεις τα φρούτα όταν είναι ακόμη άγουρα.

νεαρός

(personne, animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω απεργία πείνας

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour protester contre son traitement, le prisonnier décida de jeûner.
Για να διαμαρτυρηθεί για τη μεταχείρισή του, ο φυλακισμένος αποφάσισε να κάνει απεργία πείνας.

νύφη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mariée était radieuse dans sa robe en dentelles.
Η νύφη έλαμπε στο δαντελένιο της νυφικό.

κοπέλα, κοπελιά

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qui est cette nouvelle fille à la réception?
Ποια είναι η καινούρια κοπελιά που δουλεύει στην υποδοχή;

γιάπης

(anglicisme : jeune urbain actif qui a un train de vie de luxe)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στάρλετ

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νέος, νεαρός

(vieilli ou humoristique)

δεσποινίς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεκνό

(familier, péjoratif) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοπέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανανεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le nouveau gérant a redynamisé la société.

οι μικρότεροι

(argot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les élèves plus âgés ont des bizuts qui se chargent de leurs corvées.

μαθητευόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Οι μαθητευόμενοι οδηγοί πρέπει να έχουν μαζί τους έναν ενήλικα επιβάτη.

ψάρι

(argot militaire) (ζαργκόν: στρατός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδικευόμενος ιατρός

(Médecine)

νεότερος, μικρότερος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu ne peux pas savoir quel cheval est plus jeune. Quand j'étais plus jeune, j'ai fait pas mal de bêtises.
Δεν φαίνεται ποιο από τα άλογα είναι μικρότερο (or: νεότερο).

νεαρότερος, νεότερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qui est le plus jeune employé de l'entreprise ?
Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία;

αρκετά νέος

adjectif

περιποιημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime bien le style élégant de Simon ; ce pantalon est beaucoup plus chic que le jeans qu'il porte d'habitude.
Οι καινούριες κουρτίνες έκαναν το δωμάτιο να δείχνει περιποιημένο.

παρθενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που έχει νεανική όψη, που έχει νεανική εμφάνιση

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετικά νέος, σχετικά μικρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il semble plutôt jeune pour postuler à ce poste.

νέος, πολύ νέος, όχι αρκετά μεγάλος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόρη

(παλαιό, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jeune fille sautillait à travers le champ.
Η νεαρή παρθένα χοροπηδούσε στο λιβάδι.

φιντάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Transplante les jeunes plants lorsque les premières vraies feuilles se développent.

κοπελιά, κοπέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane a joué le rôle d'une jeune femme dans une comédie élisabéthaine.

μέλος χορωδίας, μέλος σε χορωδία

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δενδρύλλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le quartier n'a pas d'arbres matures, il n'a que de jeunes arbres.

νιόπαντρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρή Ιρλανδέζα

nom féminin

νεογνό κύκνου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοπελιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κπ που εγκαταλείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρή κουκουβάγια, νεαρή κουκουβάγια

nom masculin (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουλάδα, πουλακίδα

nom féminin (μικρή κότα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψευτοπαλικαράς, ψευτόμαγκας

(péjoratif : homme seulement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παιδί θαύμα

(μτφ: παιδί διάνοια)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδί θαύμα

nom masculin et féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδί θαύμα

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πατρικό

nom masculin (όνομα)

De nos jours, plusieurs femmes gardent leur nom de jeune fille après le mariage.
Στις μέρες μας πολλές γυναίκες κρατάνε το πατρικό τους, αφότου παντρευτούν.

τρυφερή ηλικία

nom masculin

Mozart a joué devant la royauté européenne à l'âge tendre de six ans (or: au jeune âge de six ans).

Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επαγγελματικό εγχείρημα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυναίκα καριέρας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάτσελορ πάρτυ, μπάτσελορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle voulait inviter dix de ses meilleures amies à son enterrement de vie de jeune fille.

έφηβος εγκληματίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν θέλεις να σε πάω κάπου με το αυτοκίνητο, σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν έφηβος εγκληματίας.

μικρή αδερφή, αδερφούλα

nom féminin (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρός αδερφός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai une grande sœur et deux jeunes frères.

σκανταλιάρικο παιδί

(affectueux) (καθομιλουμένη)

νέα γενιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεαρός βοσκός, τσοπανάκος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le jeune berger gardait son troupeau de moutons.

κοτοπουλάκι, κοτόπουλο

(mâle) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεολαία, νέα γενιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La jeune génération n'apprécie pas toujours les vieux styles de musique.

εσωτερική νταντά

nom féminin

Ils avaient une jeune fille au pair pour s'occuper des enfants.
Είχαν μια εσωτερική νταντά να φροντίζει τα παιδιά.

νεαρό κορίτσι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρό κορίτσι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νέος άντρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
À 70 ans passés, il garde une allure de jeune homme.

νεαρή γυναίκα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il apprécie la compagnie des jeunes femmes.

μπάτσελορ νύφης

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

nom féminin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιείται ο όρος bridal shower.

νεαρός ενήλικας

νεανικό κοινό

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je pense que ce produit pourrait plaire au jeune public (or: à un jeune public).

καλό παιδί

nom masculin (familier) (μεταφορικά: για άντρες)

μαθητευόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σερβιτόρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεαρός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρή ρέγγα του Ατλαντικού

nom masculin (δεν έχει μεγαλώσει)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάτσελορ νύφης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κορίτσι που συμμετέχει σε χορωδία

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγόρι

nom masculin (σε ερωτική σχέση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έχω δει καλύτερες μέρες

verbe intransitif (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ton portefeuille n’a plus l’air tout jeune.

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νεότερος από, μικρότερος από

Tous mes frères et sœurs sont plus jeunes que moi.
Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα.

μπέμπα

(γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρή φώκια, νεαρή φώκια

nom masculin

άτομο που φοράει φούτερ με κουκούλα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εικοσάρης, εικοσάρα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jeûne στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του jeûne

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.