Τι σημαίνει το evidence στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης evidence στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του evidence στο Αγγλικά.

Η λέξη evidence στο Αγγλικά σημαίνει ένδειξη, απόδειξη, κατάθεση, αποδεικνύω, σύνολο στοιχείων, έμμεσες αποδείξεις, αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικά στοιχεία, ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη, παρέχω στοιχεία, συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία, δίνω ως στοιχείο, εξ ακοής μαρτυρία, προς απόδειξη, προφανής,φανερός, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικές αποδείξεις, έμμεση μαρτυρία, αδιάσειστα στοιχεία, κατάθεση, μαρτυρία, σειρά αποδεικτικών στοιχείων, με βάση τα στοιχεία, προφορική μαρτυρία, αποδεικτικό στοιχείο, στοιχεία αστυνομίας, έμμεση μαρτυρία, αξιόπιστο στοιχείο, αποδεικτικό στοιχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης evidence

ένδειξη

noun (uncountable ([sth] observed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is some evidence that he stole the money, but I'm not certain.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν υπάρχουν αρκετά πειστήρια για την ενοχή του.

απόδειξη

noun (uncountable (proof)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The DNA tests could not be admitted as evidence.
Τα τεστ DNA δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως αποδείξεις.

κατάθεση

noun (uncountable (testimony) (σε δικαστήριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor gave his evidence on the third day of the trial.
Ο γιατρός έδωσε την κατάθεσή του την τρίτη μέρα της δίκης.

αποδεικνύω

transitive verb (prove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This evidences that he actually did it.
Αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι το έκανε.

σύνολο στοιχείων

noun (evidence in a case)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The collected body of evidence indicates that Al is innocent. The body of evidence overwhelmingly proves his guilt.
Το σύνολο των συγκεντρωθέντων στοιχείων υποδεικνύουν ότι ο Αλ είναι αθώος. Το σύνολο των στοιχείων αποδεικνύουν εμφατικά την ενοχή του.

έμμεσες αποδείξεις

noun (law: indirect evidence) (νομικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
So he went shopping after the theft? That's circumstantial evidence, and that doesn't prove he's guilty.

αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχεία

noun (proof: leaves no doubt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no conclusive evidence that flying saucers exist.
Δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως υφίστανται ιπτάμενοι δίσκοι.

ενοχοποιητικά στοιχεία

noun (proof of guilt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The prosecution produced damning evidence of his guilt.

ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη

noun (law: first-hand proof)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's still not enough direct evidence to know the full truth.

παρέχω στοιχεία

verbal expression (provide proof)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you can furnish evidence of innocence, the charges will be dropped.
Αν μπορέσεις να παράσχεις στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητά σου, θα αποσυρθούν οι κατηγορίες.

συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία

(collect proof) (αποδείξεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sheriff left without gathering any evidence from the crime scene.

δίνω ως στοιχείο

(testify in a court of law)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The witness gave evidence that the defendant was indeed guilty of murder.

εξ ακοής μαρτυρία

noun (indirect, second-hand testimony) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The allegations rested mainly on hearsay evidence. Hearsay evidence is usually excluded, but there are many exceptions to this rule.

προς απόδειξη

adverb (by way of proof)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Then the chief prosecutor presented a bloodstained shirt in evidence.

προφανής,φανερός

adjective (visible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Long skirts are much in evidence this winter.

αδιάσειστα στοιχεία

noun (proof beyond argument)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The judge agreed that there was incontrovertible evidence of Sam's guilt.

ενοχοποιητικές αποδείξεις

noun (proof that condemns [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thief left his mobile phone at the crime scene, which the police will use as incriminating evidence.

έμμεση μαρτυρία

noun (law: hearsay) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There is no proof of his guilt, only indirect evidence.

αδιάσειστα στοιχεία

noun (proof beyond question)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have indisputable evidence that you ate my chocolate - it is all round your mouth!

κατάθεση, μαρτυρία

noun (testimony admissible in court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Schwartz was called on to give legal evidence about the defendant's injuries.

σειρά αποδεικτικών στοιχείων

noun (legal argument or reasoning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με βάση τα στοιχεία

adverb (judging by testimony given)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On the evidence given, the jury was unable to find her guilty.

προφορική μαρτυρία

noun (spoken testimony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The robber's conviction was assured as the oral evidence included three witnesses who saw him do it!

αποδεικτικό στοιχείο

noun ([sth] serving as testimony or proof)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The police were unable to unearth the piece of evidence they needed to convict him.

στοιχεία αστυνομίας

noun (information gathered to convict [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έμμεση μαρτυρία

noun (law: indirect proof) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιόπιστο στοιχείο

noun (proof that cannot be doubted)

αποδεικτικό στοιχείο

noun (proof in favour of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You make a lot of accusations, but do you have any supporting evidence?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του evidence στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του evidence

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.