Τι σημαίνει το lesson στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lesson στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lesson στο Αγγλικά.

Η λέξη lesson στο Αγγλικά σημαίνει μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα χορού, πρόγραμμα μαθήματος, ηθικό δίδαγμα, μάθημα μουσικής, χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα, μάθημα πιάνου, μάθημα τραγουδιού, μάθημα κολύμβησης, διδάσκω, κάνω μάθημα, δίνω ένα μάθημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lesson

μάθημα

noun (period of instruction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a forty-five-minute lesson.
Το μάθημα κράτησε σαράντα πέντε λεπτά.

μάθημα

noun (practical wisdom) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I learned the lesson that you should buy your tickets early.
Το πήρα το μάθημά μου. Πρέπει να αγοράζω εισιτήρια από νωρίς.

μάθημα

noun (assigned text for study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your lesson for tonight is the first five poems in the book.
Το μάθημά σου για απόψε είναι τα πέντε πρώτα ποιήματα του βιβλίου.

μάθημα

noun (material taught in class)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lesson was about irregular verbs.
Το μάθημα ήταν για τα ανώμαλα ρήματα.

μάθημα

noun (instructive example) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let this tragedy be a lesson to you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ελπίζω το πάθημα να σου γίνει μάθημα.

μάθημα

noun (chapter in text)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Today, we will cover lessons two and three in your book.
Σήμερα θα κάνουμε το μάθημα δύο και το μάθημα τρία.

μάθημα χορού

noun (session of instruction in dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've been taking dance lessons for four months now, and I've lost 15 pounds.

πρόγραμμα μαθήματος

noun (outline of teaching session)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It takes me about 15 minutes to prepare an hour-long lesson plan. Because there was a school inspection the next day, Ginny prepared her lesson plan with extra care.
Χρειάζομαι περίπου 15 λεπτά για να ετοιμάσω το πρόγραμμα μαθήματος μίας ώρας διδασκαλίας. Επειδή θα γίνει επιθεώρηση αύριο, η Τζίνι ετοίμασε το πρόγραμμα του μαθήματός της με ιδιαίτερη προσοχή.

ηθικό δίδαγμα

noun ([sth] that teaches good behavior)

μάθημα μουσικής

noun (class in how to play an instrument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I took music lessons for twelve years; the instrument was piano.

χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα

noun (demonstration, practical example)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His recent car accident provided him with an object lesson in the importance of safe driving.

μάθημα πιάνου

noun (music class in playing the piano)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα τραγουδιού

noun (taught class in how to sing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα κολύμβησης

noun (class in how to swim)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διδάσκω, κάνω μάθημα

verbal expression (literal (give a class, give instruction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's going to teach a lesson on how to solve equations today.

δίνω ένα μάθημα

verbal expression (figurative (punish and deter [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The witch taught the prince a lesson by turning him into a frog.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lesson στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lesson

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.