Τι σημαίνει το lesser στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lesser στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lesser στο Αγγλικά.
Η λέξη lesser στο Αγγλικά σημαίνει μικρότερος, λιγότερο σημαντικός, λιγότερος, μικρός, ελάχιστος, λίγο, ελάχιστα, μικρός, μικρότερος, μικρόσωμος, μικρός, μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος, ελάχιστα, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, το μη χείρον βέλτιστον, λιγότερο γνωστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lesser
μικρότεροςadjective (less big) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Because the Great Pyramid is so famous not as many people visit Egypt's lesser pyramids. Επειδή η Μεγάλη Πυραμίδα είναι τόσο γνωστή, δεν είναι και πολλοί αυτοί που επισκέπτονται τις μικρότερες πυραμίδες της Αιγύπτου. |
λιγότερο σημαντικόςadjective (less important) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Tom decided to prioritize and leave the lesser problems for later. Ο Τομ αποφάσισε να βάλει προτεραιότητες και να αφήσει τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα για αργότερα. |
λιγότεροςnoun (the smaller of sthg) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Both these brothers have large fortunes, but the older brother's fortune is the lesser of the two. Και οι δυο αδελφοί έχουν μεγάλες περιουσίες, αλλά η περιουσία του μεγαλύτερου είναι η μικρότερη των δυο. |
μικρόςadjective (small in size) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This TV is big, but the one in our bedroom is little. Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή. |
ελάχιστοςadjective (not much) (σχεδόν καθόλου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She drinks little alcohol. Πίνει ελάχιστο (or: πολύ λίγο) αλκοόλ. |
λίγοadverb (slightly) (ελαφρώς) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I am a little drunk, but in no way incapacitated. Είμαι λίγο μεθυσμένος, αλλά σε καμία περίπτωση τύφλα. |
ελάχισταadverb (small amount) (σχεδόν καθόλου) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The child ate little at dinnertime. Το παιδί έφαγε ελάχιστα (or: πολύ λίγο) για βραδινό. |
μικρός, μικρότεροςadjective (sibling: younger) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have three little brothers and one big sister. Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή. |
μικρόσωμοςadjective (person: short) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She is too little to date a basketball player, isn't she? Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι; |
μικρόςadjective (trivial) (μεταφορικά: ασήμαντος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is such a little thing. Why do they argue about it so much? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη δίνεις σημασία σε μικρά, ανούσια πράγματα. |
μικρόςadjective (mind: narrow) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As Emerson said, "A foolish consistency is the hobgoblin of little minds." ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορώ να σας καταλάβω με το μικρό μου μυαλό. |
μικρούλης, μικρούτσικοςadjective (endearingly small) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oh, what a beautiful little puppy! Αχ, τι όμορφο μικρούλικο (or: μικρούτσικο) σκυλάκι! |
ελάχισταadverb (almost not at all) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She was very shy, and spoke little. Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλησε ελάχιστα. |
όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύadverb (formal (not very) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I am little inclined to accept such an offer. Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου. |
το μη χείρον βέλτιστονnoun (least bad of two bad things) |
λιγότερο γνωστόςadjective (less well known) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lesser στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lesser
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.