Τι σημαίνει το lecture στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lecture στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lecture στο Αγγλικά.

Η λέξη lecture στο Αγγλικά σημαίνει διάλεξη, κήρυγμα, δίνω διαλέξεις, δίνω διάλεξη σε κπ, μαθαίνω, διδάσκω, κάνω κήρυγμα, κάνω κήρυγμα, κείμενο διάλεξης, παραδίδω διάλεξη, κεντρική ομιλία, κεντρική διάλεξη, αίθουσα διαλέξεων, αίθουσα διαλέξεων, αμφιθέατρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lecture

διάλεξη

noun (educational speech)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The professor gave a lecture on the history of China.
Ο καθηγητής έκανε μια διάλεξη για την ιστορία της Κίνας.

κήρυγμα

noun (figurative (moralizing, reprimand) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate had to sit through a long lecture about what she should and shouldn't do from her father.
Η Κέιτ έπρεπε να υποστεί ένα μεγάλο κήρυγμα από τον πατέρα της για το τι πρέπει και δεν πρέπει να κάνει.

δίνω διαλέξεις

intransitive verb (give educational speeches)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheldon lectures at the local university.
Ο Σέλντον δίνει διαλέξεις στο τοπικό πανεπιστήμιο.

δίνω διάλεξη σε κπ

transitive verb (give educational speech to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter lectured students at Harvard.
Ο Πίτερ έδινε διαλέξεις σε φοιτητές στο Χάρβαρντ.

μαθαίνω, διδάσκω

(figurative (give educational speech to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred lectured his son in the art of fishing.
Ο Φρεντ έμαθε στον γιο του την τέχνη του ψαρέματος.

κάνω κήρυγμα

transitive verb (figurative (reprimand) (μτφ: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Laura's mom lectured her for twenty minutes nonstop.
Η μητέρα της Λάουρα της έκανε κήρυγμα επί είκοσι λεπτά συνεχόμενα.

κάνω κήρυγμα

verbal expression (figurative (reprimand, moralize) (μτφ: σε κάποιον για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deanna lectured her son about staying out late.
Η Ντιάνα κατσάδιασε τον γιο της που έμεινε έξω μέχρι αργά.

κείμενο διάλεξης

noun (text)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shaun read a lecture by an old philosopher from the 17th century.

παραδίδω διάλεξη

verbal expression (speak to an audience on a given subject)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The speaker chose to deliver a lecture on the evils of war.

κεντρική ομιλία, κεντρική διάλεξη

noun (opening speech)

The keynote lecture of the conference was given by Dr. Spencer, from Leeds University.

αίθουσα διαλέξεων

noun (conference room)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Most of my classes at university are held in giant lecture halls.

αίθουσα διαλέξεων

noun (conference hall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you know which lecture room I need for the talk about Picasso?

αμφιθέατρο

noun (UK (auditorium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The classes will be held in lecture theatre 5.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lecture στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lecture

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.