Τι σημαίνει το lowered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lowered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lowered στο Αγγλικά.

Η λέξη lowered στο Αγγλικά σημαίνει μειωμένος, ελαττωμένος, μειωμένος, χαμηλωμένος, κατεβάζω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, χαμηλότερος, χαμηλότερα, χαμηλότερος, χαμηλώνω, χαμηλώνω, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου, μειώνω, χαμηλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lowered

μειωμένος, ελαττωμένος

adjective (reduced)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The company hopes that the lowered prices will improve sales.

μειωμένος

adjective (downgraded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lowered sales forecast is a setback for the company.

χαμηλωμένος

adjective (moved to a lower position)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The train passed the lowered signal.

κατεβάζω

transitive verb (take down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lowered the box from the shelf.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

χαμηλώνω

transitive verb (reduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The store lowers prices for sales.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

χαμηλώνω

transitive verb (volume: reduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please lower the volume on the radio!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

χαμηλότερος

adjective (comparative of low: less high up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shoes are on a lower shelf.
Τα παπούτσια είναι σε χαμηλότερο (or: σε πιο χαμηλό) ράφι.

χαμηλότερα

adjective (comparative of low: further down than [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That fish is lower than the other in the food chain.
Το ψάρι βρίσκεται χαμηλότερα από άλλα είδη στην τροφική αλυσίδα.

χαμηλότερος

adjective (comparative of low: inferior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She comes from a lower caste in India.
Προέρχεται από μία χαμηλότερη κάστα της Ινδίας.

χαμηλώνω

transitive verb (downgrade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weather forecaster lowered the prediction from a storm to a gale.
Το δελτίο καιρού κατέβασε την πρόβλεψη από θύελλα σε καταιγίδα.

χαμηλώνω

transitive verb (figurative (diminish, lessen) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should lower your expectations, based on your lack of success so far.
Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου.

ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου

transitive verb (figurative (relax: guard, defences) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lowered his guard once he realized it was a friend.
Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος.

μειώνω

transitive verb (figurative (emotional tone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should lower the emotional level in this piece of writing.
Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο.

χαμηλώνω

transitive verb (flatten: musical pitch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can lower the pitch by making the guitar strings looser.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lowered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lowered

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.