Τι σημαίνει το lump στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lump στο Αγγλικά.

Η λέξη lump στο Αγγλικά σημαίνει εξόγκωμα, εξόγκωμα, σβώλος, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, ζώον, βόδι, μάζα, όγκος, κινούμαι άγαρμπα, έχω έναν κόμπο στον λαιμό, είτε σ' αρέσει είτε όχι, το χωνεύω, κύβος ζάχαρης, ζάχαρη σε κύβους, εφάπαξ πληρωμή, εφάπαξ ποσό, εφάπαξ, εφάπαξ πληρωμή, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), κύβος ζάχαρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lump

εξόγκωμα

noun (bump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The old basketball was worn and had lumps on it.
Η παλιά μπάλα του μπάσκετ είχε φθαρεί και είχε εξογκώματα.

εξόγκωμα

noun (bump: on body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah found a lump in her breast and feared that she had cancer.
Η Σάρα βρήκε ένα εξόγκωμα στο στήθος της και φοβήθηκε ότι είχε καρκίνο.

σβώλος

noun (mass of [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sauce was full of lumps.
Η σάλτσα ήταν γεμάτη σβώλους.

βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ

verbal expression (group together)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't lump all young people in with the ones who cause trouble.

ζώον, βόδι

noun (figurative, pejorative (idiot) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harry was a dumb lump of a man.

μάζα

noun (quantum physics: mass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lumps of matter coalesced to form galaxies.

όγκος

noun (multitude) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The great lump of voters is still undecided.

κινούμαι άγαρμπα

intransitive verb (move awkwardly)

The overweight man lumped along the street.

έχω έναν κόμπο στον λαιμό

verbal expression (figurative (be moved emotionally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είτε σ' αρέσει είτε όχι

expression (slang (whether or not it pleases you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're coming shopping with me, like it or lump it.

το χωνεύω

verbal expression (slang (accept [sth] unpleasant) (μεταφορικά)

κύβος ζάχαρης

(piece of sugar)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ζάχαρη σε κύβους

noun (sugar in small blocks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφάπαξ πληρωμή, εφάπαξ ποσό

noun (money: one-off payment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can get your lottery winnings as a lump sum or in annual payments. She paid off her debts in one lump sum.
Μπορείς να λάβεις τα κέρδη σου από τη λοταρία σε μια εφάπαξ πληρωμή (or: εφάπαξ) ή σε ετήσιες δόσεις. Πλήρωσε τα χρέη της εφάπαξ.

εφάπαξ

noun as adjective (payment: one-off)

Your family will receive a lump-sum payment in the event of your death.

εφάπαξ πληρωμή

noun (money: one-off payment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He received a lump sum payment from the insurance company after his accident.

βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)

(group together) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The politician's remarks lumped his rival and various criminal enterprises together unrealistically.
Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα.

κύβος ζάχαρης

noun (cube of sugar for coffee or tea)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lump

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.