Τι σημαίνει το lying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lying στο Αγγλικά.

Η λέξη lying στο Αγγλικά σημαίνει που λέει ψέματα, το να λες ψέματα, ψέμα, λέω ψέματα, ξαπλώνω, είμαι απλωμένος, είμαι, βρίσκομαι, κείτομαι, βρίσκομαι, έγκειται, είμαι, διαμόρφωση, μένω ως έχω, παραμένω ως έχω, χαμηλού υψομέτρου, ξαπλωμένος, που δεν αντιστέκεται, μένω αχρησιμοποίητος, σαραντισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lying

που λέει ψέματα

adjective (untruthful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lying children should be punished.
Τα ανειλικρινοί παιδιά πρέπει να τιμωρούνται.

το να λες ψέματα

noun (telling lies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lying in court is illegal.
Το να ψεύδεσαι στο δικαστήριο είναι παράνομο.

ψέμα

noun ([sth] not true)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lie got him in trouble when his boss found out the truth.
Το ψέμα του τον έβαλε σε μπελάδες όταν το αφεντικό ανακάλυψε την αλήθεια.

λέω ψέματα

intransitive verb (not tell the truth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She lied to her parents about where she was on Friday night.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα!

ξαπλώνω

intransitive verb (recline)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If I lie on the sofa, I'll fall asleep.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει.

είμαι απλωμένος

intransitive verb ([sth]: be spread out)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Toys were lying all over the bedroom floor.
Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του μπάνιου.

είμαι, βρίσκομαι

intransitive verb (item: be, stay)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His book lay on the table unread.
Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.

κείτομαι

intransitive verb (be buried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her body lies in that cemetery.
Το σώμα της κείτεται σε εκείνο το νεκροταφείο.

βρίσκομαι

intransitive verb (be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The house lies in the valley.
Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα.

έγκειται

intransitive verb (be found) (επίσημο)

The student's lack of focus is where the problem lies.
Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών.

είμαι

(be attributable to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The responsibility for the decision lies with the manager.
Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή.

διαμόρφωση

noun (position, arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's important to familiarize yourself with the lie of the land. Audrey adjusted the lie of the rug.
Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής.

μένω ως έχω, παραμένω ως έχω

intransitive verb (remain unchanged)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Just let this matter lie. We don't want to cause any problems.
Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα.

χαμηλού υψομέτρου

adjective (land: low elevation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The low-lying areas flooded during the recent storm.

ξαπλωμένος

adjective (reclining, resting on one's back)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I spent the afternoon lying down on the couch watching television.

που δεν αντιστέκεται

adjective (informal, figurative (not resisting or fighting back)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The worker refused to take his dismissal lying down, vowing to take his employer to court.

μένω αχρησιμοποίητος

adjective (not being used)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
My brother bought a bicycle which he no longer uses and it's just lying idle in the garage.

σαραντισμός

noun (dated (confinement in childbirth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.