Τι σημαίνει το lower στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lower στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lower στο Αγγλικά.

Η λέξη lower στο Αγγλικά σημαίνει κατεβάζω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, χαμηλότερος, χαμηλότερα, χαμηλότερος, χαμηλώνω, χαμηλώνω, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου, μειώνω, χαμηλώνω, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, σιγανός, λίγος, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλά, χαμηλά, πεσμένος, χαμηλός, χαμηλός, χυδαίος, μικρός, μικρότερος, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλό, χαμηλό, μουγκάνισμα, μουγκανίζω, υπογάστριο, τροπόσφαιρα, οσφυική χώρα, πόνος στη μέση, κάτω μέρος του σώματος, των χαμηλών στρωμάτων, χαμηλά στρώματα, κάτω κατάστρωμα, κάτω κατάστρωμα, κάτω βουλή, χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους, υποβιβάζω κοινωνικά, χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίος, ελάχιστο/κατώτατο όριο, κάτω χείλος, Lower Mainland, μικρομεσαία τάξη, της μικρομεσαίας τάξης, χαμηλότεροι σε ιεραρχία, οι μικρές τάξης του σχολείου, με βαθμό "Καλώς", χαμηλότερη κοινωνική υπόσταση, υποβιβάζω τον εαυτό μου, υποβιβάζω τον εαυτό μου, ρίχνω τον εαυτό μου, πεζός, πεζά γράμματα, γράφω με πεζά, γράφω με μικρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lower

κατεβάζω

transitive verb (take down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lowered the box from the shelf.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

χαμηλώνω

transitive verb (reduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The store lowers prices for sales.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

χαμηλώνω

transitive verb (volume: reduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please lower the volume on the radio!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

χαμηλότερος

adjective (comparative of low: less high up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shoes are on a lower shelf.
Τα παπούτσια είναι σε χαμηλότερο (or: σε πιο χαμηλό) ράφι.

χαμηλότερα

adjective (comparative of low: further down than [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That fish is lower than the other in the food chain.
Το ψάρι βρίσκεται χαμηλότερα από άλλα είδη στην τροφική αλυσίδα.

χαμηλότερος

adjective (comparative of low: inferior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She comes from a lower caste in India.
Προέρχεται από μία χαμηλότερη κάστα της Ινδίας.

χαμηλώνω

transitive verb (downgrade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weather forecaster lowered the prediction from a storm to a gale.
Το δελτίο καιρού κατέβασε την πρόβλεψη από θύελλα σε καταιγίδα.

χαμηλώνω

transitive verb (figurative (diminish, lessen) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should lower your expectations, based on your lack of success so far.
Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου.

ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου

transitive verb (figurative (relax: guard, defences) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lowered his guard once he realized it was a friend.
Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος.

μειώνω

transitive verb (figurative (emotional tone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should lower the emotional level in this piece of writing.
Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο.

χαμηλώνω

transitive verb (flatten: musical pitch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can lower the pitch by making the guitar strings looser.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

χαμηλός

adjective (not extending or placed high)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This room has low ceilings.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

χαμηλός

adjective (below normal level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The standard of entries in this year's competition is very low.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

χαμηλός

adjective (pitch, tone: dull or deep)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you hear that low hum?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

χαμηλός, σιγανός

adjective (quiet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She spoke into his ear in a very low voice.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

λίγος

adjective (supplies: running out)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Supplies of toilet paper are low.
Οι προμήθειες μας σε χαρτί υγείας είναι λιγοστές.

χαμηλός

adjective (price, etc.: modest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shop is selling jeans at a very low price.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

πονηρός, ύπουλος, δόλιος

adjective (figurative (underhand, devious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Low tactics like cheating your customers will make you a lot of enemies.
Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

χαμηλά

adverb (not very high up)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane flew low over the houses.
Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια.

χαμηλά

adverb (down: to or in a low position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He bent down low to kiss his child.
Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του.

πεσμένος

adjective (figurative (depressed) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm feeling low today after hearing the bad news.
Νιώθω πεσμένος σήμερα αφού άκουσα τα κακά νέα.

χαμηλός

adjective (figurative (humble, inferior) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was from a low caste.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

χαμηλός

adjective (figurative (negative, unfavourable) (μεταφορικά: αρνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a low opinion of people like him.
Έχω χαμηλή εκτίμηση προς τα άτομα όπως αυτός.

χυδαίος

adjective (figurative (vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't want you using low language like that around the children.
Δεν θέλω να χρησιμοποιείς τέτοια χυδαία γλώσσα μπροστά στα παιδιά.

μικρός, μικρότερος

adjective (gear: lower)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We put the car into low gear to climb the hill.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

χαμηλά

adjective (sun: setting)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sun was low and about to set.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

adjective (sun: starting to rise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was early morning, and the sun was still low.

χαμηλά, σιγανά

adverb (in a quiet voice)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He spoke low so nobody could hear.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

χαμηλά

adverb (at a low pitch)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hope you sing bass because you need to sing this song very low.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

χαμηλά

adverb (at a low price)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rule with stocks is: buy low, sell high!
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

χαμηλό

noun (minimum)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The stock hit a record low for the year.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο.

χαμηλό

noun (weather: depression)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There is a low centred over the Atlantic, causing storms.
Υπάρχει ένα χαμηλό (or: χαμηλό βαρομετρικό) πάνω από τον Ατλαντικό που προκαλεί καταιγίδες.

μουγκάνισμα

noun (moo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cow's low was a mournful sound in the middle of the night.
Το μουγκάνισμα της αγελάδας ακουγόταν θλιβερό μέσα στη νύχτα.

μουγκανίζω

intransitive verb (moo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cattle were lowing.

υπογάστριο

noun (lowest part of the belly)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you have a persistent pain in your lower abdomen you should see a doctor.

τροπόσφαιρα

noun (troposphere: air closest to earth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οσφυική χώρα

noun (lumbar region)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My chair's shaped so that my lower back is well-supported.

πόνος στη μέση

noun (discomfort in lowest part of the back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poor posture can result in lower back pain.

κάτω μέρος του σώματος

noun (pelvis and legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His lower body was badly injured by the landmine, but he survived.

των χαμηλών στρωμάτων

adjective (of low socioeconomic status)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλά στρώματα

plural noun (low-income people)

The government is concentrating on social issues because it is desperate to win the vote of the lower classes at the next election.

κάτω κατάστρωμα

noun (ship: lowest level)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτω κατάστρωμα

noun (second from bottom in larger ship)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτω βουλή

(government)

χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους

adjective (less important or prestigious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some universities are lower in status than others.

υποβιβάζω κοινωνικά

verbal expression (make less prestigious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίος

adjective (level, degree: medium to low)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ελάχιστο/κατώτατο όριο

noun (minimum)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτω χείλος

noun (lower external part of mouth)

Lower Mainland

noun (region in Canada)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

μικρομεσαία τάξη

noun (income class)

της μικρομεσαίας τάξης

noun as adjective (of income class)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλότεροι σε ιεραρχία

plural noun (those with lesser status in a hierarchy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the past, Army officers hardly ever mixed socially with the lower ranks.

οι μικρές τάξης του σχολείου

noun (younger students' school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με βαθμό "Καλώς"

adjective (UK (university degree grade: 2:2)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hazel graduated with a lower-second class degree from the University of Reading.

χαμηλότερη κοινωνική υπόσταση

noun (inferior social position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποβιβάζω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (do [sth] undignified)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Talk to that criminal? I wouldn't lower myself.
Θα μιλήσεις σ' αυτόν τον εγκληματία; Εγώ δεν θα έκανα ποτέ τέτοιο πράγμα στον εαυτό μου.

υποβιβάζω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (do [sth] undignified) (αν κάνω κτ, κάνοντας κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lower yourself by responding to his insults.
Μην υποβιβάζεις τον εαυτό σου απαντώντας στις προσβολές του.

ρίχνω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (humble yourself) (αν κάνω κτ, κάνοντας κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Duchess lowered herself by marrying a commoner.
Η Δούκισσα έριξε τον εαυτό της όταν παντρεύτηκε έναν κοινό θνητό.

πεζός

adjective (type: small, not capitalized) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Use a mixture of capital and lowercase letters in your password.
Χρησιμοποιήστε μείξη κεφαλαίων και πεζών χαρακτήρων στο συνθηματικό σας.

πεζά γράμματα

noun (small letters or type)

Please type in all lowercase.

γράφω με πεζά, γράφω με μικρά

transitive verb (write or print in lowercase letters) (με το χέρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When using letters for this outline, please make sure to lowercase them.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lower στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lower

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.