Τι σημαίνει το meet with στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meet with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meet with στο Αγγλικά.
Η λέξη meet with στο Αγγλικά σημαίνει έχω συνάντηση με κπ, προκαλώ, παθαίνω, επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, πετυχαίνω, επιτυγχάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meet with
έχω συνάντηση με κπ(person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Our team of advisors will meet with you to discuss your career goals. Η ομάδα των συμβούλων μας θα έχει συνάντηση μαζί σας, προκειμένου να συζητήσετε τους επαγγελματικούς στόχους σας. |
προκαλώphrasal verb, transitive, inseparable (response) (αντιδράσεις, συναισθήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The president's speech to Congress met with mixed reactions; one party cheered, the other booed. Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε. |
παθαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (experience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He met with an accident on his way to the court. Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα. |
επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαιverbal expression (be endorsed, supported) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Penelope's suggestion met with approval. |
επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπverbal expression (be endorsed, supported by [sb]) The plans met with the approval of the local business community. |
πετυχαίνω, επιτυγχάνωverbal expression (succeed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He met with success early at his new job. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meet with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του meet with
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.