Τι σημαίνει το failure στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης failure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του failure στο Αγγλικά.

Η λέξη failure στο Αγγλικά σημαίνει αποτυχία, χρεοκοπία, αποτυχία να κάνω κτ, αποτυχία, αποτυχία, σταμάτημα, κατάρρευση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κακή σοδειά, καταδικάζω σε αποτυχία, καταδικασμένος να αποτύχει, μη συμμόρφωση, αδυναμία συμφωνίας, ερημοδικία, μη συμμόρφωση, μη τήρηση, αδυναμία παράδοσης, αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων, µη πληρωµή, μειωμένη ανάπτυξη, καρδιακή ανεπάρκεια, συγκοπή, νεφρική ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια, αστοχία υλικού, διακοπή ρεύματος, αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος, συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης failure

αποτυχία

noun (unsuccessful attempt) (μη επιτυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His attempt to drive home on a single tank of gas was a failure.
Η απόπειρά του να οδηγήσει σπίτι μόνο με ένα μπιτόνι βενζίνη ήταν σκέτο φιάσκο.

χρεοκοπία

noun (bankruptcy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The typewriter company's failure left its employees without work.
Το φαλιμέντο της εταιρίας γραφομηχανών άφησε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά.

αποτυχία να κάνω κτ

noun (neglect, not doing [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The failure to communicate was responsible for most of the conflict between employees.

αποτυχία

noun (unsuccessful person) (άτομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was a failure as a salesman.
Ως πωλητής ήταν μια αποτυχία.

αποτυχία

noun (lack of success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The failure of the new product caused the company to lay off many employees.
Η αποτυχία του νέου προϊόντος ανάγκασε την εταιρεία να απολύσει πολλούς εργαζόμενους.

σταμάτημα

noun (cessation of functioning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The machine's failure stopped production for the entire day.
Η διακοπή λειτουργίας της μηχανής σταμάτησε την παραγωγή για μια ολόκληρη ημέρα.

κατάρρευση

noun (collapse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The economic downturn caused many bank failures.
Η οικονομική ύφεση προκάλεσε την κατάρρευση πολλών τραπεζών.

συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια

(disease)

κακή σοδειά

noun (poor agricultural harvest)

Widespread drought in India has increased the risk of crop failure this year.

καταδικάζω σε αποτυχία

verbal expression (often passive (cause to fail)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Not having the right people for the job doomed the project to failure.
Το έργο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει καθώς δεν είχαν τα κατάλληλα άτομα.

καταδικασμένος να αποτύχει

adjective (destined not to succeed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The plan was so unrealistic, it was doomed to failure.

μη συμμόρφωση

noun (non-compliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδυναμία συμφωνίας

noun (disagreement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερημοδικία

noun (charge of not attending court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη συμμόρφωση, μη τήρηση

noun (charge of not obeying a rule)

αδυναμία παράδοσης

noun (incomplete act)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων

noun (incomplete act)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

µη πληρωµή

noun (payment not made)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μειωμένη ανάπτυξη

noun (baby: lack of growth)

καρδιακή ανεπάρκεια, συγκοπή

noun (cardiac condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He died of heart failure at the young age of 32. Because he was heavy, he was at risk for heart failure.
Πέθανε από συγκοπή στην ηλικία των 32 χρόνων. Επειδή ήταν παχύς, κινδύνευε να πάθει συγκοπή.

νεφρική ανεπάρκεια

noun (loss of renal function)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
People suffering from kidney failure may require dialysis.

ηπατική ανεπάρκεια

noun (inability of the liver to function)

αστοχία υλικού

noun (structural weakening)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Investigators determined that the cause of the crash was material failure in the tail assembly.

διακοπή ρεύματος

noun (electricity outage)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We had no air conditioning for four hours due to the power failure.

αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος

noun (technical breakdown)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συστολική καρδιακή ανεπάρκεια

noun (cardiac condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του failure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του failure

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.