Τι σημαίνει το market στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης market στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του market στο Αγγλικά.

Η λέξη market στο Αγγλικά σημαίνει αγορά, αγορά, αγορά, αγορά, προωθώ, αγορά, αγορά, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, αγορά που υφίσταται κρίση, μαύρη αγορά, ευημερία, ευπραγία, θετική τάση στο χρηματιστήριο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κεφαλαιαγορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών, μαγαζάκι της γειτονιάς, μονοπωλώ την αγορά, μονοπωλώ την αγορά, μονοπωλώ την αγορά, εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία, εγχώρια αγορά, φτηνός, φτηνός, οικονομικός, προσιτός, φτηνός, προς μαζική παραγωγή, πραγματική εμπορική αξία, λαϊκή αγορά, ιχθυαγορά, υπαίθρια αγορά, ανθαγορά, προθεσμιακή αγορά, ελεύθερη αγορά, της ελεύθερης αγοράς, βιομηχανία τζόγου, παγκόσμια αγορά, αγορά ακινήτων, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, αγορά εργασίας, αγορά εργασίας, ανάλυση αγοράς, αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς, ζήτηση της αγοράς, στρατηγική εισόδου στην αγορά, στοιχεία της αγοράς, δυνάμεις της αγοράς, αγρόκτημα, ηγέτης της αγοράς, θέση στην αγορά, τιμή αγοράς, διαδικασία της αγοράς, έρευνα αγοράς, μερίδιο αγοράς, πάγκος, πόλη, αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία, ευρύ καταναλωτικό κοινό, μαζικής παραγωγής, κρεαταγορά, μέρος για ερωτικές γνωριμίες, μίνι μάρκετ, χρηματαγορά, τομέας αγοράς, ανοικτή αγορά, βγάζω κτ προς πώληση, αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής, αγορά με ανοδική τάση, συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές, δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο, χρηματιστήριο, υπαίθρια αγορά, αγορά, που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους, αγορά ζωντανών ζώων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης market

αγορά

noun (street stalls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They set up the market at four o'clock in the morning.
Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί.

αγορά

noun (conditions for trade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market for new houses is strong.
Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή.

αγορά

noun (demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think there is a big market for customized motorcycles.
Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές.

αγορά

noun (area of trade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The employment market has changed dramatically over the past 30 years.
Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια.

προωθώ

transitive verb (advertise, promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company marketed their new brand of toothpaste.
Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας.

αγορά

noun (rates of buying and selling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market in Australian dollars is too high today, so don't buy.
Η αγορά του δολαρίου Αυστραλίας είναι πολύ ψηλά σήμερα, γι' αυτό μην αγοράζεις.

αγορά

noun (abbreviation (finance: stock market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market went down by 2% today.
Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (put up for sale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coffee shop started marketing their special Christmas drinks in early November.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (sell, trade in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They market video games.

αγορά που υφίσταται κρίση

noun (stock trading)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oil prices are currently in a bear market.

μαύρη αγορά

noun (illegal trade)

Although it's illegal, many people buy merchandise on the black market. Official economic statistics do not take into account the black market economy.
Αν και είναι παράνομο, πολλοί αγοράζουν εμπορεύματα στη μαύρη αγορά. Τα επίσημα οικονομικά στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνουν την οικονομία της μαύρης αγοράς.

ευημερία, ευπραγία

noun (rapidly increasing demand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a booming market in mobile phone apps.

θετική τάση στο χρηματιστήριο

noun (optimism on stock market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You don't have to be a financial genius to make money in a bull market.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (low prices, large supply)

It is definitely a buyers market for large gas guzzling automobiles.

κεφαλαιαγορά

noun (finance: capital-raising system)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (consumers who have little choice)

People on low incomes are the captive market for the fast food industry.

χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών

noun (for buying, selling livestock)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He sold a herd of cattle at the cattle market.

μαγαζάκι της γειτονιάς

noun (US (small convenience store)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She didn't have enough flour so she went to the corner market to buy more.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (dominate trade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company has cornered the market for online book sales.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (figurative (predominate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor cornered the market as regards playing the role of a tough guy.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (figurative (predominate) (μεταφορικά: με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manchester United have cornered the market in scoring important goals in extra time.

εταιρική αγορά, εταιρική πελατεία

noun (business customers) (επιχειρήσεις: πελατολόγιο)

This tablet computer is aimed at the corporate market.

εγχώρια αγορά

noun (trade within a particular country)

Three quarters of Mexican avocados are consumed by the domestic market.

φτηνός

adjective (area, etc.: low income)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marion purchases houses in downmarket areas, then sells them after she renovates them.

φτηνός

adjective (mass-produced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer to shop at boutiques rather than buy downmarket clothing at box stores.

οικονομικός, προσιτός, φτηνός

adjective (finance: cheaper, lower quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Down-market goods represent 42% of the country's exports.

προς μαζική παραγωγή

adverb (for mass consumption)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company hopes to increase its sales by moving downmaket.

πραγματική εμπορική αξία

noun (business: price)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
If you're selling your home, you will probably want to receive the fair market value for it.

λαϊκή αγορά

noun (venue for sale of organic produce)

The farmer's market is the best place to buy fresh fruit and vegetables.

ιχθυαγορά

noun (stalls selling fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Billingsgate is a famous fish market in London.

υπαίθρια αγορά

noun (market selling antiques, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can find some real bargains at the local flea market.
Στην τοπική υπαίθρια αγορά μπορείς να βρεις πραγματικές ευκαιρίες.

ανθαγορά

noun (area where flowers are sold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you are ever in Amsterdam, do visit the flower market - it is a dazzling sight!

προθεσμιακή αγορά

noun (future commodities trading) (χρηματοοικονομικά)

The article discusses how the forward market for coffee operates.

ελεύθερη αγορά

noun (economic system with price competition)

της ελεύθερης αγοράς

noun as adjective (relating to free market)

βιομηχανία τζόγου

noun (gamblers, gambling trade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The gaming market is growing at an extremely fast rate.

παγκόσμια αγορά

noun (worldwide trade)

The report examines the global market for dairy products.

αγορά ακινήτων

noun (property trade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The housing market suffered a big drop during the financial crisis of 2009.

σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω

expression (intending to buy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you're in the market for a new laptop, here are our top five recommendations.

αγορά εργασίας

noun (employment available)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our training courses should match the needs of the job market. The job market's weak right now, with very few positions available even for qualified workers.
Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα.

αγορά εργασίας

noun (available employees)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάλυση αγοράς

noun (examination of consumers' needs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The market analysis revealed that the number of mobile Internet users has greatly increased.

αναλυτής αγοράς, αναλύτρια αγοράς

noun ([sb] who examines consumers' needs)

A market analyst has to understand the requirements of a company's customers.

ζήτηση της αγοράς

noun (business: desirability for product)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The graph illustrates the market demand for natural gas.

στρατηγική εισόδου στην αγορά

noun (business plan)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company is developing a market entry strategy in order to start exporting its products to China.

στοιχεία της αγοράς

plural noun (business statistics)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The market figures indicate an overall dip in sales.

δυνάμεις της αγοράς

plural noun (factors driving the economy)

Market forces will dictate the success of this new investment model.

αγρόκτημα

noun (growing vegetables)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηγέτης της αγοράς

noun (most commercially successful company)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Apple became the market leader in mp3 players with the launch of the ipod.

θέση στην αγορά

noun (relative commercial success)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company's market position has slipped in recent years.

τιμή αγοράς

noun (current price)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The current market price for lobster is $7.99 per pound.

διαδικασία της αγοράς

noun (workings of commerce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The book explains how the market process works.

έρευνα αγοράς

noun (investigation into consumers' needs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Recent market research uncovered a consumer need for lower prices.

μερίδιο αγοράς

noun (percentage of total sales)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Microsoft has seen its market share decrease with Apple's increasing popularity.
Με την αύξηση της δημοτικότητας της Apple, η Microsoft είδε το μερίδιο αγοράς της να μειώνεται.

πάγκος

noun (vendor's stand)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie has a market stall where she sells fruit and vegetables.
Η Τζούλι έχει ένα πάγκο στη λαϊκή αγορά, όπου πουλάει φρούτα και λαχανικά.

πόλη

noun (with regular market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγοραία αξία, διαπραγματευτική αξία, εμπορική αξία

noun (commercial worth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market value's $100, but as you're family I'll sell it to you for $50.

ευρύ καταναλωτικό κοινό

noun (general public)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The car was redesigned to appeal to the mass market.
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

μαζικής παραγωγής

adjective (aimed at the general public)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The age of newspapers as cheap, mass-market goods is fast disappearing.
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

κρεαταγορά

noun (place where meat is sold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέρος για ερωτικές γνωριμίες

noun (disapproving, slang (bar, club, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μίνι μάρκετ

noun (convenience store)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματαγορά

noun (global financial market)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Financial instruments with short-term maturities are traded on the money market.

τομέας αγοράς

noun (narrow consumer interest) (οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company has succeeded in finding a niche market for its products.

ανοικτή αγορά

noun (economy: unrestricted trade) (οικονομία)

Nowadays there is an open market for supplying electricity in the UK.

βγάζω κτ προς πώληση

verbal expression (offer for sale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They put their house on the market a year ago, but it hasn't sold yet.

αγορά λιανικού εμπορίου, αγορά λιανικής

noun (for sale of goods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ecommerce is gaining an increasingly large share of the retail market.

αγορά με ανοδική τάση

noun (prospering economy, boom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You young people forget that a rising market doesn't last forever.

συνθήκες στην αγορά που ευνοούν τους πωλητές

noun (low supply and high prices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shortage of housing in our city makes it a real seller's market.

δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο

noun (auction for slaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His grandfather was sold at a slave market for $100.

χρηματιστήριο

noun (financial trading)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of people lost money when the stock market crashed in September 2008.
Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008.

υπαίθρια αγορά

noun (outdoor stalls)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The weekly street market's a good place to find bargains.
Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας.

αγορά

noun (intended customers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to define our target market for selling these new leather bags.

που απευθύνεται σε ευκατάστατους ανθρώπους, που απευθύνεται σε λίγους

adverb (towards great exclusivity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They were once known for their low prices, but now they are trying to move upmarket. That neighbourhood has really gone upmarket since we visited it last.

αγορά ζωντανών ζώων

noun (covered stalls selling fish, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You can buy fresh fish at the wet market.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του market στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του market

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.