Τι σημαίνει το mission στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mission στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mission στο Αγγλικά.
Η λέξη mission στο Αγγλικά σημαίνει αποστολή, αποστολή, αποστολή, ιεραποστολή, αποστολή, ιεραποστολή, περιοχή αρμοδιότητας, αποστολή, αποστολή, βομβαρδιστική αποστολή, διπλωματική αποστολή, αποστολή εύρεσης στοιχείων, αποστολή εξετελέσθη, κέντρο ελέγχου αποστολής, δήλωση αποστολής, δήλωση αποστολής, ιεραποστολικό ταξίδι, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, βρίσκομαι σε αποστολή, είμαι σε αποστολή, έχω αποστολή, είμαι αποφασισμένος, αναγνωριστική επίσκεψη, αποστολή αναζήτησης, εμπορική αποστολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mission
αποστολήnoun (objective, goal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ryan made it his mission to ace all of his classes. Ο Ράιαν έκανε σκοπό της ζωής του να αριστεύσει σε όλα του τα μαθήματα. |
αποστολήnoun (military) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soldier died during a mission. Ο στρατιώτης πέθανε στη διάρκεια μιας αποστολής. |
αποστολή, ιεραποστολήnoun (religious project) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The church started a mission in Somalia. Η εκκλησία ξεκίνησε μια ιεραποστολή στην Σομαλία. |
αποστολήnoun (diplomatic) (διπλωματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The traveler needed to report to the UK mission in Beijing when she lost her documents. |
ιεραποστολήnoun (religious building) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The mission had an orphanage for abandoned children. |
περιοχή αρμοδιότηταςnoun (area: religious mission) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The western part of the city was Kyle's mission. |
αποστολήnoun (space) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The space program launched four missions this year. |
αποστολήnoun (charity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The homeless man went to the local rescue mission for something to eat. |
βομβαρδιστική αποστολήnoun (military assignment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The aircraft were sent on a bombing mission. |
διπλωματική αποστολήnoun (mission with diplomatic purposes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) President Nixon was on a diplomatic mission to normalize relations with China. |
αποστολή εύρεσης στοιχείωνnoun (effort to find evidence) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποστολή εξετελέσθηinterjection (the task is complete) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Former president Bush was haunted by his premature declaration of "mission accomplished" shortly after the invasion of Iraq. |
κέντρο ελέγχου αποστολής(aerospace) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δήλωση αποστολήςnoun (outline of business aims) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As described in our mission statement, we aim to help those in need by donating profits to charity. |
δήλωση αποστολήςnoun (formal definition of a company's aims) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιεραποστολικό ταξίδιnoun (travel for charitable religious purpose) The church youth group went on a mission trip to help build houses on an Indian reservation. |
καίριας σημασίας, υψίστης σημασίαςadjective (essential for a project to launch) (για έργο, σχέδιο κλπ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
καίριας σημασίας, υψίστης σημασίαςadjective (essential for organization to function) (για τη λειτουργία) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βρίσκομαι σε αποστολή, είμαι σε αποστολή, έχω αποστολήverbal expression (be carrying out an assigned task) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αποφασισμένοςverbal expression (be very intent on doing [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αναγνωριστική επίσκεψηnoun (trip made to gather information) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The scouts were sent on a reconnaissance mission to locate the enemy's artillery. |
αποστολή αναζήτησηςnoun (operation to look for [sth], [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The general sent out a search mission to locate the enemy. |
εμπορική αποστολήnoun (commercial business trip) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mission στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του mission
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.